Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Κι εγώ κι εσύ, και εμείς κι οι άλλοι θα γεννηθούμε τότε πάλι: οι σταυρωμένοι που περιμένουν κάθε χρόνο την ανάσταση....


Ένας ιερέας, μια μάνα, ένας περαστικός, ένα παιδί και μια κουκουβάγια. Μια ιστορία από 5 οπτικές γωνίες. Μεγάλη Πέμπτη βράδυ.
Ο ιερέας:
"Διατελούσαμε τη θεία λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης, την ανάγνωση των 12 ευαγγελίων, την περιφορά του σταυρωμένου. Το ποίμνιο σε μεγάλη θλίψη και κατάνυξη παρακολουθούσε την τελετή σχεδόν βουρκωμένο, ησυχία μεγάλη υπήρχε εντός του οίκου Του. Κάποια στιγμή, ένα πτηνό , μια κουκουβάγια, εισέβαλε ευθαρσώς εντός της αιθούσης, πέταξε παρενοχλώντας τα κεφάλια των πιστών και εστάθη στο παράθυρο. Μία κυρία, μέσα στην αναστάτωση, αίφνης διαπίστωσε την απουσία του τέκνου της και τα κλάματά της διατάραξαν την κατάνυξη. Αρχικά ενοχλήθημεν εκ της φασαρίας, όταν διαπιστώθηκε το τι συνέβαινε, με εντολή δικιά μου εστάλη ο νεωκόρος  δια να βοηθήσει και ομού της μητρός και δύο άλλων διερευνήθη η ύπαρξης του τέκνου εντός της αιθούσης. Η μητέρα του ήτο απαρηγόρητη, το τέκνο ήτο άφαντο, ώσπου εβρέθη εκτός της αιθούσης μετά μελαμψού ατόμου, κάποιου ζητιάνου μετανάστη ο οποίος παρέστη εκτός του χώρου του Ιερού Ναού μας. Τότε το παιδί παρεδώθη ευθύς στη μητέρα του και ο ανήρ απομακρύνθη από τους παρευρυσκόμενους. Έπειτα συνεχίσαμε απρόσκοπτα προς τη συνέχιση του Θείου Δράματος και όλα συνεχίσθησαν ομαλώς."

Η μάνα:
"Ένα μυαλό το έχει ο άνθρωπος. Μα τι πήγα να πάθω απόψε; Είπα να πάω το παιδί στην εκκλησία, όπως κάθε χρόνο. Ο πατέρας του μας είχε αφήσει ένα χρόνο τώρα, με το ζόρι τα βγάζω πέρα και το παιδί είναι ότι έχω. Και παιδί είναι, και εμείς παίζαμε όταν ήμασταν μικροί στην εκκλησία, το άφησα λίγο να παίξει, όσες παρατηρήσεις και αν του έκανα να κάτσει ήσυχα. Πού να φανταστώ ότι θα βγει έξω; Το είχα εκεί κοντά μου, έκανε βόλτες γύρω από μια κολόνα, ήμουν σίγουρη ότι είχε κάτσει στα πόδια του ψάλτη. Και τότε ξαφνικά πέταξε μέσα στην εκκλησία η κουκουβάγια, ήταν τόσο απότομο το πέταγμά της, λες και το έκανε επίτηδες για να γίνουν αυτά που έγιναν μετά. Και άρχισα να ψάχνω το παιδί, πήγα στον ψάλτη, πουθενά το παιδί. Κοίταξα έπειτα από εδώ, από εκεί, πουθενά. Είναι όλα όσα έχω το παιδί μου, έβαλα τις φωνές και τα κλάματα. Ήρθαν να με βοηθήσουν, δυο γυναίκες με καθησύχαζαν , εγώ σκεφτόμουν ότι τόσα συμβαίνουν με παιδιά που χάνονται, τόσα βλέπουμε στις τηλεοράσεις, και λιποθύμησα. Μετά δεν κατάλαβα πολλά , με είχαν ξαπλώσει κάτω και όταν ξύπνησα είδα το παιδί μπροστά μου που μου το είχαν φέρει. Δόξα τω Θεώ. Μου είπαν ότι έπαιζε με κάποιον αλλοδαπό έξω. Έχασα χρόνια από τη ζωή μου απόψε."

Ο περαστικός:
"Είχα χρόνια να πάω στην εκκλησία, η μεγάλη πέμπτη ήταν μία από τις μέρες που πήγαινα μέχρι και την εφηβεία μου και έτυχε να περνάω απόψε απ' έξω. Δεν ήθελα να πάω σπίτι από νωρίς. Καθώς περπατούσα προς την εκκλησία έξω από την ασβεστωμένη αυλή στεκόταν ένας μετανάστης, τα ρούχα του ήταν παλιά, φορούσε όμως το καλό του το χαμόγελο. Το καπελάκι μπροστά του ήταν μισοάδειο. Ίσως γιατί ο κόσμος με τόσα που του είχαν πάρει δεν είχε να δώσει. Ισως γιατί ο κόσμος τον προσπερνούσε στην είσοδο με όλα αυτά που έλεγαν οι τηλεοράσεις για τους αλλοδαπούς. Μπήκα στην αυλή χαμογελώντας του. Είδα τη μισοάδεια εκκλησία, έκατσα σε ένα παγκάκι και άναψα τσιγάρο .Ένα πιτσιρίκι που βγήκε από την εκκλησία, πέρασε μπροστά μου τρέχοντας, έφτασε στον μετανάστη, αυτός του χαμογέλασε, και άρχισε να παίζει μαζί του μπάλα με μια κουκουνάρα. Έδειχναν και οι δύο πολύ ευτυχισμένοι. Ξαφνικά άκουσα φωνές μέσα στην εκκλησία και μετά είδα κίνηση στην πόρτα. Ένας άνδρας άρπαξε το παιδί , το παιδί άρχισε να κλαίει, και άλλοι δύο άρχισαν να φωνάζουν και να διώχνουν το μετανάστη, που από το καλό του χαμόγελο, είχε ένα λυπημένο ύφος, και έφυγε κακήν κακώς στο σκοτάδι. Μετά έφυγα κι εγώ."

Το παιδί:
"Η μαμά μου, μου είχε πει να μην παίζω με ξένους. Αλλά δεν κάναμε τίποτα κακό. Με μια κουκουνάρα παίξαμε μπάλα. Και εκείνος ο κακός άνθρωπος που με  άρπαξε και με πήγε στη μαμά πολύ με τρόμαξε. Δεν του ξαναμιλάω ποτέ. Και τον άλλον γιατί τον μάλωναν; ¨Ηταν κακό παιδάκι; Απλά έπαιζε. Τον άλλον έπρεπε να μαλώσουν που με άρπαξε και με τρόμαξε. Ξέρετε κάτι; Από τότε που έχει φύγει ο μπαμπάς, η μαμά τρομάζει με το παραμικρό."

Η κουκουβάγια:
"Η φωλιά μου είναι στο μεγάλο δέντρο έξω από την εκκλησία. Είμαι από μικρή εκεί..Μου αρέσει όταν τα χωνιά της εκκλησίας βγάζουν ήχο και είναι νύχτα. Έτσι ήταν απόψε. Καθόμουν δίπλα σε ένα από αυτά τα χωνιά, άκουγα τον παράξενο ήχο και έβλεπα το φεγγάρι. Κάτω, λίγοι ήταν έξω, ένας από αυτούς στεκόταν μόνος του στην αυλόπορτα και κανένας δεν τον πλησίαζε.
Παράξενα πλάσματα οι άνθρωποι. Και έχουν παράξενες συνήθειες. Υπάρχει μια συγκεκριμένη εβδομάδα κάθε χρόνο, όπως αυτή τώρα, που μαζεύονται κάθε μέρα στην εκκλησία και κοιτάνε ο ένας τον άλλο θλιμμένοι. Ειδικά φέτος η θλίψη τους είναι μεγάλη. Μόνο μία στιγμή στο τέλος της εβδομάδας είναι που χαίρονται για λίγα λεπτά. Το λένε "Ανάσταση". Βέβαια η δικιά τους χαρά είναι για μας τις κουκουβάγιες μεγάλη καταστροφή. Τη στιγμή της ανάστασης, όπου η αυλή της εκκλησίας είναι γεμάτη με κόσμο, και ενώ η παράξενη μελωδία βγαίνει από τα χωνιά, μεγάλη φασαρία γίνεται. Οι καμπάνες χτυπούν σαν τρελές, και θόρυβοι από εκρήξεις ακούγονται από τον πίσω δρόμο. Από τον πολύ σαματά, η φωλιά μας, που ακουμπάει λίγο στο κλαδί και λίγο στην εκκλησία αρχίζει να κουνιέται και τελικά γκρεμίζεται. Και αυτό γίνεται κάθε χρόνο. Και μέσα στη δικιά μας συμφορά, βλέπεις ξαφνικά τους ανθρώπους να χαμογελούν και να φιλιούνται, λες και χαίρονται που μας γκρεμίζουν το σπίτι. Κάθε χρόνο τα ίδια.
Μόνο που εμείς οι κουκουβάγιες δε στενοχωριόμαστε γι αυτό. Ξέρουμε ότι η φωλιά μας κάθε χρόνο θα γκρεμίζεται, όμως δεν κλαίμε γι αυτό. Τη ζούμε για ένα ολόκληρο χρόνο, χαρούμενες με τα παιδιά μας. Και όταν η ανάσταση την γκρεμίζει, την χτίζουμε πάλι καρτερικά και χαιρόμαστε γιατί μπορούμε να την κάνουμε καλύτερη. Αυτή είναι η διαφορά μας από τους ανθρώπους. Χαιρόμαστε ακόμα και το χτίσιμο της γκρεμισμένης μας φωλιάς.
Όσο αφορά για τα γεγονότα που με ρωτήσατε, αυτό πήγα να κάνω εκείνο το βράδυ. Μπήκα μέσα στην εκκλησία είναι αλήθεια. Και πέταξα κοντά στους ανθρώπους, όχι για να τους δω από κοντά, αλλά για να τους τρομάξω. Όχι γιατί ξέρω ότι θα μου γκρεμίσουν τη φωλιά, αλλά γιατί αυτή η ανάσταση δεν έχει νόημα και για τους ίδιους. Οι άνθρωποι όλο προβλήματα έχουν. Όλο στεναχωρημένοι είναι. Λες και τους βασανίζει κάτι και περιμένουν κάπως να σωθούν. Δεν το καταλαβαίνω αυτό.  Τι νόημα έχει να χαίρεσαι μόνο μια βραδιά όλο το χρόνο, και να μην κάνεις τίποτα όλο τον υπόλοιπο; Αν υπάρχει κάτι που τους βασανίζει πρέπει κατά τη γνώμη μου να πάρουν παράδειγμα από εμάς τις κουκουβάγιες και  να χτίσουν πάλι τη φωλιά τους. Μόνο έτσι μπορεί να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος. Αυτό προσπάθησα να κάνω, να τους τρομάξω, μήπως και σταματήσουν να κάθονται και να κοιτάνε ο ένας τον άλλον θλιμμένοι. Αλλά δεν τα κατάφερα. Για τα υπόλοιπα με το χαμένο παιδί που μου λέτε δεν ξέρω τίποτα."

1 σχόλιο:

  1. Την μαγευτική ερμηνεία το αλκίνοου,συμπληρώνει το πιο επίκαιρο από πότε κείμενο σου...
    ...μια από τις καλύτερες αναρτησεις..
    Απο εναν/μια αναγνωστη/στρια που καταφερες να τον/την ταξιδεψεις.....


    Ε.Λ....;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή