Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Το μέλλον που έρχεται από το παρελθόν:η αχρηστία του ωροσκοπίου και των καλών συγκυριών


 H συγκεκριμένη ανάρτηση είναι συνέχεια της ιστορίας Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο μα τα κελιά μας είναι χωριστά.


 Σε πέντε ώρες ξημέρωνε.

Το καλοκαίρι είχε μπει. Οι βροχές είχαν φύγει, έστω και προσωρινά, και ο κόσμος έβγαινε έξω. Τώρα συνήθως έξω από το υπόγειο δεν περνούσαν μόνο οχήματα, αλλά και άνθρωποι. Το υπόγειο πια δεν τον χωρούσε.
 Ήταν Σάββατο βράδυ. Ήταν από τις λίγες μέρες που θύμιζε λίγο τα παλιά. Μόνο που τώρα, λόγω καλού καιρού, αντί η πόλη να γεμίζει με κόσμο στους πεζόδρομους και τα τραπεζάκια ,στο μεγαλύτερο μέρος της ήταν άδεια, γιατί οι περισσότεροι προτιμούσαν παραθαλάσσιους κοντινούς προορισμούς.
Είχε αρχίσει να κάνει βόλτες στην πόλη που του άρεσε να την περπατάει τώρα που καλοκαίριασε. Δεν ήταν ότι είχαν μειωθεί οι δουλειές που είχε στο σπίτι, ίσα ίσα, αλλά κάτι τον τραβούσε έξω, όχι για να βγει με παρέα, όχι για να πιεί και να ξεχάσει. Απλά κάτι τον τραβούσε έξω από το υπόγειο. Και του άρεσε να σκέφτεται καθώς περπατάει.
Οι υποχρεώσεις του στο υπόγειο βέβαια, είχαν αυξηθεί. Οι προθεσμίες έρχονταν η μία μετά την άλλη και αυτός έπρεπε να μείνει συγκεντρωμένος. Και τα κατάφερνε αρκετά καλά. Όμως μαζί με τις ατέλειωτες ώρες στο υπόγειο αυξήθηκε και η κυκλοθυμία του. Μια εσωτερική κυκλοθυμία. Άλλες φορές ήταν ήρεμος και έλεγε από μέσα του ότι θα τα προλάβει όλα. Γι αυτό ήταν περισσότερες ώρες εκεί, κοιμόταν λιγότερο, δούλευε περισσότερο. Άλλες φορές γυρνούσε μέσα στο χώρο σα σβούρα, κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα, δεν κατάφερνε και πολλά. Και ο καιρός περνούσε. Και πάλι από την αρχή. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που τον έτρωγε τελευταία. Άλλαζε όσα πράγματα δεν του άρεσαν. Πάλι ξενυχτούσε, αλλά όχι τόσο. Κοιμόταν βέβαια λιγότερο και είχε ένα άγχος να ξυπνήσει σχετικά νωρίς το πρωί λες και δεν ήθελε να χάσει κάτι. Λες και κάτι περίμενε.
Ίσως να ήταν και εκείνο το βράδυ, εκείνο με τη Ρόζα, κάποιες μέρες πριν, που είχε αλλάξει το πρόγραμμά του. Είχαν μιλήσει από τότε. Είχε αντιδράσει δήθεν με έκπληξη σε αυτά που του είχε αφηγηθεί , τη ρωτούσε επίμονα αν είναι σίγουρα καλά. Δεν ήταν ότι του άρεσε να λέει ψέματα, ούτε ότι προτιμούσε να ζει σε εικονικές πραγματικότητες. Απλά αφέθηκε στην κυκλοθυμία του. Σε αυτή την εκδοχή της όπου δεν καταφέρνει τίποτα. Είχε και άλλα προβλήματα να λύσει πρώτα, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Και αυτό το πλάσμα, όσο το είδε, όσο το μύρισε, ήταν από έναν άλλο κόσμο από το δικό του. Από όσα του είχε πει, γιατί η αλήθεια είναι ότι σχεδόν κάθε μέρα μιλούσαν, είχε έναν άλλο τρόπο ζωής από το δικό του. Έβγαινε συχνά, έλειπε συχνά, λίγες ώρες έμενε σπίτι, ποιός ξέρει που θα πήγαινε. Ήταν σχεδόν βέβαιο ότι, αν το ίντερνετ ή ο ατζαμής οδηγός δεν είχε βοηθήσει την κατάσταση, δεν θα είχαν συναντηθεί ποτέ τους, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή. Και το άφησε έτσι.
Ή τουλάχιστον αυτό δήλωνε στον εαυτό του. Παρ' όλα αυτά μέχρι και μετακόμιση είχε κάνει στο μικρό σπίτι. Είχε μεταφέρει το γραφείο με τον υπολογιστή κοντά στο παράθυρο του δρόμου. Και το κρεβάτι εκεί που ήταν το γραφείο. Έτσι όταν καθόταν  στο λάπτοπ έβλεπε ,ή  νόμιζε ότι έβλεπε, το τί γινόταν έξω. Είχε κάνει δηλαδή ολόκληρη μετακόμιση για να βλέπει ρόδες και αστραγάλους. Αυτό είχε πει σε όσους τον ρωτούσαν γιατί το έκανε. Βέβαια, έριχνε η αλήθεια είναι, κλεφτές ματιές στο απέναντι σπίτι, σε κάποιο από τα φωτισμένα μπαλκόνια , μήπως και δει κάτι. Επίσης, εκεί στεκόταν και έκανε το τσιγάρο του τα απογεύματα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι περίμενε με κάποιον τρόπο, να ανοίξει η πόρτα της πολυκατοικίας απέναντι, και να έρθει η Ρόζα να του χτυπήσει την πόρτα. Αλλά δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, είχε τόσα να κάνει. Είχε τόσο ανάγκη να δουλεύει το μυαλό του.
 Είχε κάνει το γύρο όλης της πόλης. Πρέπει να περπατούσε καμιά ώρα. Είχε πάρει και ένα παγωτό στο δρόμο και το έφαγε στα σκαλοπάτια με τη μεγάλη θέα. Μετά συνέχισε να περπατάει. Τώρα ήταν στον τελευταίο πεζόδρομο, αυτό με τα κλαμπ, αυτά με τις μεγάλες τζαμαρίες που  έβλεπες τον κόσμο μέσα. Όπως σχολίαζε συνήθως, όσο πιο μικρό ήταν το μαγαζί σε εκείνο το δρόμο, τόσο πιο πολύ κόσμο μάζευε. Η μουσική που έπαιζε ήταν συμπαθητική. Κοιτούσε στις τζαμαρίες, λίγο αφηρημένα,  καθώς σκεφτόταν όλα αυτά, δεν κοιτούσε τον κόσμο που κάθονταν απ' έξω μισολιπόθυμος και κεφάτος.
 Έπεσε το μάτι του στο τελευταίο παράθυρο. Μια κοπέλα κοιτούσε στο παράθυρο. Και ναι ήταν αυτή. Ή κάποια που της έμοιαζε πολύ. Σταμάτησε να περπατάει. Τον κοίταξε και αυτή για λίγο. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν. Ήταν όντως σε διαφορετικούς κόσμους. Αυτός έξω. Αυτή μέσα. Κοιτάζονταν για λίγα δευτερόλεπτα. Και μάλλον σκέφτονταν και οι δύο αυτή τους την ομοιότητα. Δε χαμογελούσαν. Απλά κοιτάζονταν. Τα πράγματα ήταν πιο απλά από όσο νόμιζε. Ήταν σίγουρο ότι  ήταν αυτή. Τον είχε προσέξει. Σκέφτηκε για λίγο να μπει μέσα. Το μετάνιωσε.
Συνέχισε να περπατάει. Θα έλεγε κανείς ότι πάλι κυριάρχησε η απαισιοδοξία του. Ότι αφού και τώρα  δεν της μίλησε, τώρα που έφτασε κοντά, δεν θα το έκανε ποτέ. Ότι θα πήγαινε πάλι να κλειστεί στο υπόγειο και ότι θα της μιλούσε πάλι στον υπολογιστή.
Όμως κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Χαμογελούσε. Περπατούσε τώρα πιο γρήγορα. Δεν κοιτούσε πίσω. Δεν κοίταξε ούτε μήπως βγήκε η Ρόζα έξω.
Έφτασε στη γειτονιά τους. Το περίπτερο ήταν ανοιχτό. Πήρε τσιγάρα. Πήρε και  κάτι άλλο. Το έβαλε στην τσέπη του. Συνέχισε να περπατάει. Μόνο που αντί να πάει στο σπίτι του, πήγε προς την άλλη κατεύθυνση, στην πολυκατοικία απέναντι. Έκατσε στα σκαλιά. Έβγαλε την τσάντα από την πλάτη. Έβγαλε από την τσέπη του και αυτό που είχε πάρει από το περίπτερο. Ήταν δύο σοκολάτες. Τις άφησε δίπλα του. Άναψε τσιγάρο και περίμενε.


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου