Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Όταν το φεγγάρι θέλησε να γίνει αστέρι:πες μου πόσο ακόμα θα πατώ στο χώμα κι εσύ ψηλά εκεί.



 Όταν το φεγγάρι θέλησε να γίνει αστέρι.

Οι άνθρωποι νομίζουν ότι τα αστέρια είναι  κάτι τόσο απόκοσμα όμορφο, κάτι φτιαγμένο από άλλο κόσμο. Τα έχουν συνδέσει με ερωτισμό, με ρομαντισμό, με το μέλλον τους, με τους ίδιους τους θεούς.
Θεωρούν ότι τα αστέρια και η ζωή τους είναι κάτι το αρμονικό, γι αυτό τα παρακολουθούν, γιατί δεν τους θυμίζουν σε τίποτα τις δικές τους ιστορίες και προβλήματα.

Αλήθεια, τι θα έλεγαν αν ήξεραν αυτήν την ιστορία:


Μία φορά και έναν καιρό,  ήταν το φεγγάρι. Περίμενε όλη μέρα για να φύγει ο ήλιος, που φώτιζε τα πάντα και ζέσταινε τον κόσμο, και όταν αυτός έπεφτε στη θάλασσα, έβγαινε δειλά δειλά. Του άρεσε πολύ να ανεβαίνει στον ουρανό, να μπαίνει ανάμεσα στα αστέρια και να πέφτει μετά και αυτό στη θάλασσα. Τον γοήτευαν πολύ τα αστέρια. Ένα σκασμό αστέρια έχει ο ουρανός. Άλλα από αυτά φαίνονται, άλλα από αυτά γεννιούνται, άλλα από αυτά πεθαίνουν. Άλλα κάνουν παρέα μεταξύ τους φτιάχνοντας σχήματα στον ουρανό. Φαίνονται τόσο αρμονικά μεταξύ τους. Όλα  μαζί, και ειδικά στις περιοχές που έχει σκοτάδι ή τις νύχτες που δεν έχει φεγγάρι, χιλιάδες ζευγάρια μάτια κάθονται και τα κοιτάνε. Κάποια από αυτά προσπαθούν να τα μετρήσουν χωρίς ποτέ να τα καταφέρει κανένα.
"Για να προσέχουν τόσο πολύ οι άνθρωποι αυτά τα αστέρια, κάτι θα ξέρουν. Όπου και να πάω βλέπω ανθρώπους από κάτω να τα κοιτάνε.", σκέφτηκε.

 Έτσι μια ωραία νύχτα, όταν ήταν μικρό και μεγάλωνε,  γύρισε το βλέμμα του προς τα πάνω, προς τον ουρανό και άρχισε να τα παρακολουθεί. Και μαγεύτηκε από το πλήθος των αστεριών γύρω του. Ήθελε να τα φτάσει, προσπάθησε να τα πλησιάσει, όμως όταν τα έφτανε, ή θαμπώνονταν από το φως του και εξαφανίζονταν, ή έπεφταν για να το αποφύγουν.
"Γιατί χάνεστε;" τους έλεγε.
 "Είμαι κι εγώ ένα από εσάς, λίγο μεγαλύτερο, αλλά είμαι κι εγώ αστέρι. Γιατί δε με κάνετε παρέα;" , τους έλεγε με παράπονο.
"Εσύ δεν είσαι ένας από εμάς. Κατ' αρχήν είσαι πολύ μεγάλο, φωτίζεις πολύ και μας κάνεις να εξαφανιζόμαστε. Πώς να σε κάνουμε παρέα;", του έλεγαν και έφευγαν μακριά.
Πολύ λυπόνταν το φεγγάρι τότε και έμενε μόνο του. Κάθε βραδύ άλλαζε θέσεις στον ουρανό προσπαθώντας να φτάσει κοντά στ' αστέρια. Όμως κάθε βράδυ η ίδια ιστορία, τα αστέρια εξαφανίζονταν και έμενε μόνο του. Όταν εξαντλούνταν από την προσπάθεια, έπεφτε στη θάλασσα.

Απελπίστηκε. Τι να κάνει, τι να κάνει, σκέφτηκε να αλλάζει σχήμα για να μπερδέψει τα αστέρια, να μη φωτίζει τόσο πολύ και να μην το αποπαίρνουν. Έτσι το φεγγάρι ήταν άλλοτε στρογγυλό, άλλοτε πλακουτσό, σαν αυγό, άλλοτε σαν φέτα καρπουζιού πριν και μετά τη φάει κάποιος. Έβγαινε έτσι στον ουρανό, κατάφερνε να φτάσει κοντά στα αστέρια, αυτά δε φεύγανε. Τα πλησίαζε δειλά δειλά, όμως όσο και αν τους μιλούσε δεν του απαντούσαν. Απελπίζονταν και αυτό και  τελικά έφευγε άπραγο. Κάθε τόσο ξανάπαιρνε το αρχικό του σχήμα, εκείνες τις νύχτες που ήθελε να μείνει μόνο του για να σκεφτεί.

Ένα βράδυ, αρχές καλοκαιριού ήταν, είπε να μη δώσει σημασία άλλο στα αστέρια.
"Αν αυτά δε θέλουν μία να είμαι αστέρι , εγώ δε θέλω δέκα!" , σκέφτηκε θυμωμένο.
"Θα βγαίνω στον ουρανό πιο φωτεινό από ποτέ, και εγώ θα κρύβω τα αστέρια. Να δούμε μετά ποιον θα θαυμάζουν οι άνθρωποι." , σκέφτηκε.

Και έβγαινε στον ουρανό μασκαρεμένο, μικρότερο από μισό αρχικά, μεγάλωνε βράδυ το βράδυ  και  δεν έδινε σημασία στα αστέρια γύρω του, τα οποία εκείνο το βράδυ ήταν πολλά, αλλά όλο και λιγόστευαν. Όταν τον Αύγουστο βγήκε κανονικό, ήταν τόσο μεγάλο το φως του, που κανένα αστέρι δε φαινόταν σε ολόκληρο τον ουρανό. Είδε τότε όλους τους ανθρώπους να κοιτάνε κατά πάνω του και να το θαυμάζουν. Τα είχε καταφέρει. Είχε εκδικηθεί τα αστέρια, ήταν το μόνο αστέρι πια στον ουρανό. Ήταν όμως μόνο του.

Όσο περνούσε ο καιρός, άρχισε ο θυμός του να περνάει, άρχισε να νιώθει και μοναξιά, οπότε άρχισε πάλι να μικραίνει. Ώσπου ένα βράδυ που είχε γίνει κόκκινο, λίγο πριν πέσει στη θάλασσα, παρατήρησε στη άλλη άκρη του ουρανού ένα αστέρι τόσο όμορφο, που προσπάθησε να σταματήσει την πορεία του προς τη θάλασσα για να το θαυμάσει κι άλλο. Το άλλο βράδυ, βγήκε ακόμα μικρότερο, για να ψάξει εκείνο το όμορφο αστέρι. Έψαχνε όλο το βράδυ, αλλά πουθενά το αστέρι. Μόνο πάλι, λίγο πριν πέσει, το είδε πάλι να εμφανίζεται, ολοφώτεινο, με τα εφτά επιμέρους αστέρια, και να στέκεται στην άλλη άκρη του ουρανού. Το φεγγάρι είχε ήδη αρχίσει να βουτάει στη θάλασσα, δε μπορούσε να σταματήσει, μόνο φώναξε από μακριά: "Πώς σε λένεεεεε;" . Αλλά το αστέρι δεν αποκρίθηκε.

Είχε τόση μεγάλη θέρμη μέσα του, να δει εκείνο το αστέρι, να μάθει το όνομά του, το είχε ερωτευτεί, σκεφτόταν τι θα κάνει. Μίκραινε, μεγάλωνε , οι νύχτες περνούσαν, πάντα η ίδια ιστορία.
Ώσπου ένα βράδυ ξαφνικά εξαφανίστηκε. Δεν εμφανίστηκε ούτε εκείνη τη στιγμή που το φεγγάρι έπεσε. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη βραδιά, πουθενά το αστέρι. Απελπίστηκε το φεγγάρι, έκατσε, σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε. Ώσπου του κατέβηκε μια ιδέα, και  περίμενε καρτερικά το αστέρι να ξαναφανεί. Κι όταν το αστέρι ξαναήρθε, με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να βρεθούν.

Και είναι αυτό , ο έρωτας του για το επτάστερο αστέρι, δηλαδή τη γνωστή Πούλια, που εμφανίζεται μόνο τις πρωινές ώρες  από το Μάιο μέχρι το Νοέμβρη και ποτέ άλλοτε ,και μετά εξαφανίζεται, που  κάνει το φεγγάρι να μικραίνει και να μεγαλώνει, για να μπορεί να τη βρει, και όταν μικρύνει πάρα πολύ, να βγαίνει για μια δυο νύχτες σκοτεινό, κρυφό, για να βρει την αγαπημένη του χωρίς να το αποπάρουν τα άλλα αστέρια και χωρίς να τα διώξει και αυτό.

Αυτό είναι που κάνει τους ανθρώπους να ρομαντζάρουν, να θαυμάζουν και να ερωτεύονται. Η ιστορία ενός ερωτευμένου που αψηφά το σύμπαν και περιμένει.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου