Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Άντε και τα μαύρα θα πετάξεις κι έτσι ελευθερώνεσαι: η γέννηση ενός χορού.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια αρχοντοπούλα και η πολιτεία που έμενε ήταν σε ένα νησί, μεγάλο νησί, στην εποχή των πειρατών. Κι έτσι όπως ήταν πριγκίπισσα σωστή, την είχαν και ζούσε από μωρό παιδί, σε ένα πύργο στην άκρη της πολιτείας, ψηλά ψηλά, και  καλομαθημένη όπως ήταν,δεν έβγαινε ποτέ έξω, είχε σαράντα υπηρέτες να την προσέχουν και ούτε ο ήλιος δεν την έβλεπε. Θα έβγαινε από τον πύργο μόνο όταν ένας ωραίος νέος,φυσικά πλούσιος, ίσως κάποιο βασιλόπουλο από κοντινή πολιτεία, θα τη ζητούσε από τον πατέρα της σε γάμο. Αυτή ήταν η μοίρα για τα κορίτσια της φάρας της σε εκείνους τους καιρούς. Και έτσι το μόνο που έκανε η αρχοντοπούλα, κάθε απόγευμα που τη χτενίζανε 100 φορές με το χτένι, για να είναι τα μακριά μαλλιά της φίνα και αρωματικά είναι να βάζει τους υπηρέτες να βγάζουν τα αργυρά σκαμνιά έξω, στο πιο ψηλό μπαλκόνι του πύργου και να ατενίζει το πέλαγο, λες και από εκεί θα ερχόταν το βασιλόπουλο.
Και περνούσαν οι μήνες και οι καιροί, και μεγάλωνε η βασιλοπούλα έκλεισε 10 χρόνια στον πύργο, , δεν ήταν ακόμα έτοιμη για γάμο αλλά είχε γίνει μια κούκλα ζωγραφιστή, και όλο και πιο πολύ ήθελε να κατέβει από τον πύργο, να έρθει κάποιος και να την πάρει και να φύγουνε από αυτόν τον τόπο. Αλλά το κρατούσε κρυφό μέσα της. Και ο πιο μεγάλος της φόβος ήταν μήπως ο πατέρας της την εδώσει σε κανέναν άσχημο, και την φυλακίσει σε κανέναν πιο ψηλό πύργο από αυτόν που ήταν ήδη.
¨ Ένα βράδυ, όταν έκλεινε δώδεκα χρόνια, όπως κοιμόταν και τη νανούριζε το κύμα του πελάγου, που τόσο δυνατά χτυπούσε στους βράχους που μέχρι εκεί πάνω ακουγόταν, ξαφνικά άκουσε φωνές. Και βγήκε στο μπαλκόνι της η βασιλοπούλα, και είδε τα καράβια στο λιμάνι να καίγονται. και κόσμο να τρέχει από εδώ και από εκεί. 
Κοιτάει κάτω στον πύργο, τι να δει; Πειρατές είχαν κουρσέψει το λιμάνι και έμπαιναν και στο κάστρο της.
Και ήταν άγριοι οι πειρατές, και πριν προλάβει να μπει μέσα και να αμπαρώσει την πόρτα, είχαν μπει και στην κάμαρά της. Την άρπαξαν όπως ήταν,μικρό κορίτσι, με τη νυχτικιά της και την πήραν κάτω. Ούρλιαζε αυτή, έκλαιγε και παρακαλούσε, μάταια. Στη διαδρομή, όπως πήγαιναν μέσα στη νύχτα, άκουγε φωνές και σπαθιά να χτυπιούνται, και φωτιά μύριζε έντονα στον αέρα. Διέσχισαν όλο το λιμάνι. Ποτέ δεν είχε βρεθεί εκεί κάτω. Την  έβαλαν  σε ένα καράβι, το πιο μεγάλο από την αρμάδα των πειρατών και την κλείδωσαν σε μια μεγάλη κουκέτα, που μόνο πειρατικό δε θύμιζε. 
Άρχισε να περπατάει φοβισμένη μέσα στη μεγάλη σάλα, που ήταν γεμάτη από έργα τέχνης, χρυσά λάφυρα και κοσμήματα, χρυσά σερβίτσια, πολύτιμους λίθους και ένα πλούσιο τραπέζι με φαγητά, πολλά φαγητά, σωστό βασιλικό γεύμα, που πολύ της θύμισε τον πύργο και τις συνήθειές της.Και άρχισε ξάφνου να κουνιέται το καράβι, και έστριψε και άφηνε το λιμάνι. Η αρχοντοπούλα δεν φώναξε, είχαν στερέψει οι φωνές και τα δάκρυα, μόνο πήγε στο παράθυρο και είδε την πολιτεία και το λιμάνι που άφηνε, φλεγόμενα τώρα πια.
Όταν ανοίχτηκαν στο πέλαγο, η πόρτα της κουκέτας άνοιξε, και ένας νέος, με αιματοβαμμένο σπαθί αλλά με στολή βασιλόπουλου, φθαρμένη βέβαια από τις κακουχίες και τη θάλασσα, μπήκε. Ήταν ο αρχικουρσάρος, τρανός πειρατής της εποχής, που είχε πάρει τη νέα σαν βασικό του λάφυρο. Και κοίταξε τη λεία του, την κοιτούσε ώρα εκεί ακίνητος και σάστισε. Και την ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή, κι ας ήταν μικρό κορίτσι ακόμα, αλλά δεν της το είπε. Αποφάσισε μόνο ότι θα την κάνει γυναίκα του, ο κόσμος να χαλάσει.
"Πώς σε λένε αρχοντοπούλα μου;"
"...." , καμία απάντηση.
"Μη φοβάσαι, μπορεί  να είσαι σε πειρατικό αλλά κανένας από αυτούς τους άγριους δε θα σε πειράξει, στο υπόσχομαι εγώ."
"....", κοιτούσε χαμηλά χωρίς να μιλάει.
Και πέρασαν 40 μέρες και 40 νύχτες που ο αρχικουρσάρος δεν πείραξε τη βασιλοπούλα, μόνο της φερόταν σα να ήταν παιδί του, και  αυτή παρ'όλα αυτά δεν έβγαζε λέξη από το στόμα της. Αλλά ήταν τόσο στοργικός ο πειρατής, και τόσο γλυκά της μιλούσε, που και αυτή σταμάτησε να φοβάται, άρχισε να του χαμογελάει πρώτα. Μια μέρα, της έκανε επίσημο τραπέζι, και της ζήτησε να την κάνει γυναίκα του. Μπορεί να μην ήταν αυτό που φανταζόταν από μικρή, αλλά κάποιος, έστω και αν το έκανε με φωτιά και τσεκούρι, που ήταν και αυτός πρίγκιπας, αλλά πρίγκιπας της θάλασσας, την είχε πάρει μακριά και θα την έκανε ευτυχισμένη. Έτσι φωνή βγήκε από το στόμα της, και είπε μια λέξη μόνο:   "ναι". Και γίνανε ζευγάρι, και ξέχασε τον πύργο και τη βασιλική της καταγωγή, τους γονείς και την πολιτεία της, και πράγματι ζούσαν ευτυχισμένοι.
Λίγες μέρες μετά, η αρμάδα πλησίασε ένα άλλο λιμάνι.Και έκανε ρεσάλτο το ασκέρι του κουρσάρου, και περίμενε η βασιλοπούλα καρτερικά στην κουκέτα, ήταν πολύ ευτυχισμένη, και χτένιζε πάλι τα μαλλιά της και περίμενε τον άντρα της. Μόνο που η ώρα περνούσε, αυτή περίμενε, πουθενά ο κουρσάρος. Και ήρθαν οι πρώτες βάρκες πίσω, μόνο που δεν είχαν λάφυρα, αλλά αίματα και τραυματίες. Το ασκέρι πισοπατούσε. 
Περίμενε, περίμενε, πουθενά. Μόνο κάποια στιγμή μέσα στο πέλαγο, είδε έναν λιπόθυμο άντρα, έναν πειρατή, πιστό ακόλουθο του άντρα της. Τον έβγαλαν στο κατάστρωμα, τον συνέφεραν και τότε αυτός τους είπε τα κακά μαντάτα: Ο αρχιπειρατής έπεσε σε ενέδρα, τον χτύπησαν άσχημα, και ξεψύχησε εκεί επι τόπου. Ούτε το σώμα του δε μπορούσαν να φέρουν πίσω για να γλιτώσουν. 
Στενοχωρήθηκε πολύ η αρχοντοπούλα, άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της από τον πόνο, έκλαιγε. Και πάλι έχασε τη μιλιά της. Δεν είχε προλάβει να χαρεί τον άντρα της, τώρα θα έμενε χήρα, και δεν ήθελε τίποτα που να της θυμίζει το άδοξο τέλος του κουρσάρου.Σκέφτηκε από εδώ, σκέφτηκε από εκεί, έδωσε διαταγή στο ασκέρι να τη γυρίσουν στο νησί της. Δεν είχε αλλού να πάει τόσο μικρή και άβγαλτη.
Ζήτησε να την αφήσουν στην άκρη του νησιού, λίγο πιο μακριά από το λιμάνι, ώστε να μην έχουμε νέο ματοκύλισμα. Και την άφησαν και τους χαιρέτησε. Και μετά άρχισε να περπατάει προς το κάστρο και την πολιτεία. Και έκλαιγε για τη βαριά της μοίρα, που δώδεκα χρονώ κορίτσι είχε ήδη χαθεί μια φορά από τους γονείς της, είχε παντρευτεί έναν άντρα που τη φρόντιζε, και πρόλαβε αυτός να χαθεί από τα μάτια της. Και τώρα γυρνούσε στο σπίτι της, και ποιος ξέρει τι θα της επιφύλασσε το μέλλον. 
Είχε δισταγμούς καθώς περπατούσε, θυμόταν τα σχέδια του πατέρα της και προβληματιζόταν. Και όπως περπατούσε, σταματούσε ξαφνικά. Έκανε δύο βήματα μπρος και μετά το μετάνιωνε. Ένα βήμα  πίσω. Το έκανε αυτό πολλές φορές, ώσπου έφτασε στον πύργο, εκεί την είδε η βασίλισσα από τις κάμαρές της. και διέταξε να της τη φέρουν μπροστά της. 
Τη φέρνουν την κόρη της, της εξηγεί αυτή πώς έχουν τα πράγματα, τι έγινε από τη μέρα που έφυγε, και πώς κατέληξε χήρα, τόσο νέα. Η βασίλισσα που άκουσε με ενδιαφέρον την ιστορία της, άρχισε να τη συμπονά, κόρη της ήταν, και την παρηγορούσε:
" Μην σκοτίζεσαι κόρη μου. Τι κι αν έγιναν όλα αυτά; Τι κι αν είναι η μοίρα σου βαριά; Εσύ είσαι μια αρχοντοπούλα, οι νιοί κονταροχτυπιούντα ποιος θα σε πάρει. Θα ξαναπαντρευτείς, θα πετάξεις από πάνω σου το πένθος και όλοι θα ζούμε από δω και στο εξής ζωή χαρισάμενη"
Της κόρης όμως δεν της άρεσαν αυτά. Τον πειρατή τον είχε αγαπήσει αληθινά και δεν τον άλλαζε με κανέναν:
" Τι είναι αυτά που λες μητέρα; Κανείς δεν είναι σαν τον πρώτο μου τον άντρα. Αχ, μακάρι να τον γνώριζες. Αλλά πάει χάθηκε αυτός, τώρα κανείς δε θέλει να παντρευτεί ένα κορίτσι δώδεκα χρονών που πρόλαβε να χηρέψει. Δεν ξαναπαντρεύομαι."
Στενοχωρήθηκε η βασίλισσα για τη πονεμένη κόρη της, ήταν κρίμα που η μοίρα της ήταν τόσο βαριά από τόσο νωρίς, και προσπαθούσε να την παρηγορήσει και να τη μεταπείσει για τα μαύρα λόγια που έλεγε. Όμως η κόρη είχε πάρει την απόφασή της. 
"Δε θα παντρευτώ ξανά μάνα. Εμένα όλη μου σχεδόν η ζωή  ήταν στον πύργο. Εκεί ψηλά μεγάλωσα. Τη ζωή των υπόλοιπων ανθρώπων δεν την έζησα. Τώρα ,δε μπορώ να ξεχάσω τον άντρα μου τον πειρατή, εκεί θα κλειστώ και πάλι. Στην πιο ψηλή κάμαρη. Εκεί να με αφήσετε και να με ξεχάσετε από κόρη σας."
Και εκεί έζησε για πάντα η κόρη, και την ξέχασαν  και οι γονείς και όλοι οι υπόλοιποι, δεν την ξανάδε κανείς από τότε. Το μόνο που έμεινε, ήταν αυτό της το βήμα, με τα δύο βήματα μπρος και το ένα βήμα πίσω, που πέρασε σαν ιστορία από γενιά σε γενιά, και έγινε χορός, που διδάσκεται από γενιά σε γενιά και που τον χορεύουν και θυμούνται την πριγκιποπούλα.


Το τραγούδι "δώδεκα χρονώ κορίτσι" είναι του  Σωτήρη Γαβαλά (Μεμέτη) και ηχογραφήθηκε με τη φωνή της Ρόζας Εσκενάζη. Όμως συνδέεται με τη δημοτική μας παράδοση.  Κατά μία ενδιαφέρουσα εκδοχή, οι στίχοι είναι εμπνευσμένοι από πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα πάρα πολλά χρονιά πριν στο γραφικό λιμάνι της "Βοκαριάς" των Νενήτων Χίου.Το τραγούδι λέγεται Τρίπατος-Νενητούσικος και συνοδεύεται από τον αντίστοιχο χορό(δύο βήματα μπρος ένα βήμα πίσω).Αυτή η εκδοχή που παίζεται εδώ  είναι η μυτιληνιά. Με εντελώς άλλο σκοπό το τραγούδι υπάρχει όντως και στα Νένητα. Επίσης υπάρχει και ως θρακιώτικο, ηπειρώτικο κλπ. Πάντα με διαφορετικούς τοπικούς σκοπούς αλλά με τα ίδια (βασικά) λόγια. 

2 σχόλια:

  1. κανενός Γαβαλά δεν είναι, είναι δημοτικό, έχει μικρασιατικές ρίζες -το τραγουδούσε η γιαγιά μου που γεννήθηκε σ' ένα χωριό έξω απ' τη Σμύρνη- και λέγεται νενητούτσικος .συνδέεται με τη χιώτικη παράδοση ασφαλώς, πράγμα απολύτως φυσικό.
    κατά τ' άλλα, τα κείμενά σας είναι μεγάλα και βαριέμαι να τα διαβάσω.
    ωστόσο απ' το λίγο που είδα τυλίγετε μύθους σε μια κόλλα χαρτί.καλό αυτό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. να σας θυμίσω ότι οι ιστορίες μου δεν είναι αποτέλεσμα λαογραφικής έρευνας, αλλά έμπνευσης όπως όλα τα κείμενα του δεύτερου κύκλου.τα στοιχεία που βάζετε αναφέρονται στα ψιλά γράμματα στο τέλος, ωστόσο μάλλον δεν τα είδατε γιατι βρίσκετε τα κείμενά μου μεγάλα. Ωστόσο στην ηχογράφηση με την Εσκενάζη αναφέρεται αυτός ο δημιουργός,συνηθισμένο φαινόμενο με παραδοσιακά τραγούδια της μικράς ασίας, όπως οι "κοντραμπατζήδες".
    να είστε πάντα καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή