Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Η χελώνα που έγινε χελιδόνι.

Οι άνθρωποι χτίζουν τα σπίτια τους από εδώ και από εκεί, συνηθίζουν να τα χτίζουν όλοι μαζί και φτιάχνουν γειτονιές και πόλεις. Βγαίνουν τα απογεύματα στα παράθυρα και μιλάνε ο ένας στον άλλον. Όταν γίνονται πολλοί σε ένα μέρος, χτίζουν τα σπίτια τους το ένα πάνω στο άλλο, λες και αν τα έχτιζαν παρακάτω θα έχαναν κάτι. Στις άσχημες στιγμές βέβαια, κλείνονται στα σπίτια τους και σταματάνε να μιλάνε μεταξύ τους. Δεν τρώνε, κοιμούνται πολύ και αντί να ακούν το γείτονα, ακούνε μόνο εκείνο το παράξενο κουτί που τους λέει περίπου τι να κάνουν, ακόμα και αν αυτό είναι το τι καιρό κάνει έξω από την πόρτα τους.
Οι χελώνες πάλι δεν χτίζουν σπίτια γιατί τα κουβαλάνε από τη φύση τους στην πλάτη τους. Τα σπίτια τους είναι κλειστά και δε μπορεί να μπει κανένας μέσα  μιας και ίσα ίσα χωράει σε αυτά μία χελώνα. Στα γλέντια τους οι χελώνες λοιπόν ούτε τα ανοίγουν, ούτε βγαίνουν ποτέ από τα σπίτια, μόνο κάθονται όλες μαζί και τρώνε λαίμαργα ό,τι πρασινάδα βρουν μπροστά τους. Επίσης δεν τους αρέσει να μαζεύονται πολλές στον ίδιο χώρο γιατί τότε δεν έχουν χώρο ούτε για να στρίψουν. Η ζωή μιας χελώνας κυλάει αργά. Περπατάνε αργά, τρώνε αργά, στρίβουν αργά, το εντελώς αντίθετο από τους ανθρώπους. Και για να το κάνουν αυτό, δεν κλείνονται ποτέ μέσα στο σπίτι. Η μοναδική στιγμή που το κάνουν είναι  το χειμώνα. Όταν τα πάντα γύρω παγώνουν και δεν υπάρχει πρασινάδα να φάνε, αρχίζουν να σκάβουν τη γη με τα νύχια τους και θάβονται ολόκληρες κάτω από αυτή. Το μόνο πράγμα που φοβούνται  οι χελώνες είναι μήπως για κάποιο λόγο έρθουν τα πάνω κάτω, μήπως κάποιος ή κάποιο λάθος αναποδογυρίσει το σπίτι τους και αυτές μαζί.
Ο χειμώνας είχε χαθεί στο δρόμο και άργησε να έρθει φέτος. Κόντευαν Χριστούγεννα και μόλις τότε άρχισαν  να πέφτουν τα πρώτα χιόνια, να εμφανίζονται οι πρώτοι πάγοι, ενώ μέχρι τότε ο καιρός θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν ανοιξιάτικος. Ο χειμώνας, άρχισε να παγώνει τα φυτά, να κλείνει τους ανθρώπους στο σπίτι και στα ρούχα τους, να κάνει τις χελώνες να κρύβονται κάτω από τη γη  ,να διώχνει τα χελιδόνια μακριά από εδώ και να τα στέλνει εκεί που είχε τώρα καλό καιρό, να κάνει τα καράβια να κινούνται πιο σπάνια μεσοπέλαγα, και τα παιδιά να σταματήσουν να παίζουν έξω.
Αυτός ο τρελός καιρός είχε τρελάνει και τις χελώνες που ζούσαν στον κήπο. Είχε χαλάσει το πρόγραμμά τους και δεν ήταν λίγες οι φορές που ενώ ήταν θαμμένες, ξεθάβονταν γιατί μάταια νόμιζαν ότι είχε έρθει η άνοιξη. Και με αυτή την παρατεταμένη καλοκαιρία των προηγούμενων εβδομάδων είχαν βγει όλες έξω. Όμως τώρα οι περισσότερες από αυτές είχαν ήδη αρχίσει να ανοίγουν τους λάκκους τους. Μία από αυτές όμως, που  της άρεσε να χαζεύει τα άλλα πλάσματα του κήπου, από τους ανθρώπους και τις γάτες μέχρι τα χελιδόνια και τα έντομα, με τις ώρες,  είχε χαθεί στις σκέψεις τις, και είχε αποκοιμηθεί κάτω από ένα μαρούλι για  μέρες. Έτσι δεν είχε δει το χειμώνα να έρχεται και τις χελώνες να σκάβουν. Η τελευταία εικόνα με την οποία είχε μείνει, πριν κρυφτεί στο μαρούλι, ήταν τα χελιδόνια να πετάνε και τον ήλιο να ζεσταίνει τα πάντα. 
Με αυτή την εικόνα στο μυαλό της ξύπνησε. Γύρισε αργά να βγει έξω από  το μαρούλι, καταλάβαινε ένα κρύο στην ουρά της. Κοίταξε γύρω της και όλα είχαν αλλάξει, λες και είχε ξυπνήσει σε άλλο κήπο.
 Άρχισε λοιπόν να περπατάει από εδώ και από εκεί. Κοίταξε λίγο ψηλά στη γωνία του κήπου και η φωλιά των χελιδονιών έλειπε. "Μα πού να πήγαν;", αναρωτήθηκε. Όπως περπατούσε και κοιτούσε ψηλά, τράκαρε με κάτι. Η φωλιά είχε γκρεμιστεί και την είχε παρασύρει ο αέρας στον κήπο. Μπαίνει η χελώνα κάτω από τη φωλιά, κοιτάει από εδώ, κοιτάει και από εκεί, κανείς. "Εδώ θα κάτσω να τα περιμένω." σκέφτηκε και έκατσε κάτω από τη φωλιά κάποιες μέρες.
 Όμως ο καιρός πάγωνε ακόμα πιο πολύ, άρχισε να βρέχει και να φυσάει, δεν ήξερε η χελώνα τι είναι ο χειμώνας μιας και την έβρισκε πάντα κάτω από τη γη. Σα να μην έφτανε αυτό, η φωλιά διαλύθηκε εντελώς.
"Αυτός ο κήπος μοιάζει με το δικό μου αλλά δεν είναι ." ,σκέφτηκε."Δεν έχει ούτε ήλιο ούτε χελιδόνια και αυτά που ήταν κάποτε εδώ έχουν φύγει μακριά".
 Δεν άντεχε άλλο η χελώνα, και άρχισε πάλι να περπατάει μονολογώντας: 
"Τα χελιδόνια ξέρουν και πετάνε. Και αυτά δεν είναι σαν κι εμένα, που σκάβω και κρύβομαι. Αυτά βλέπουν από ψηλά τα πράγματα και μπορούν να φεύγουν όποτε θέλουν. Δεν είναι δίκαιο, θέλω κι εγώ να πετάξω..."
Η βροχή δυνάμωνε ακόμα πιο πολύ. Η χελώνα περπατούσε αργά και δεν έβλεπε ένα μέρος να κρυφτεί. Το νερό μαζευόταν στο χώμα σε μεγάλες λακκούβες και φοβόταν να περπατήσει μέσα τους μήπως και γεμίσει το σπίτι της με νερό και λάσπες. Βρήκε κάπου ένα φύλλο που είχε πέσει καιρό στο έδαφος και το έθαβε σιγά σιγά το χώμα. Προσπάθησε να χωθεί κάτω από το φύλλο έσπρωχνε από εδώ, έσπρωχνε από εκεί, πότε το κεφάλι της έμενε στη βροχή και πότε η ουρά της. Ούτε εκεί μπορούσε να κρυφτεί. 
 Άρχισε πάλι να περπατάει με δυσκολία."Αλήθεια, αυτός ο κήπος δεν έχει χελώνες;" σκέφτηκε. "Όλοι οι κήποι έχουν". Όμως δεν υπήρχε καμια άλλη χελώνα στον κήπο, λες και κρύβονταν, όπως έκαναν όταν κάποιος κίνδυνος απειλούσε να τις φάει ή να ακόμα χειρότερα να τις αναποδογυρίσει. "Λες να έχει έρθει κανένα γεράκι ή καμια γάτα;" , σκέφτηκε. Και άρχισε να φοβάται η χελώνα και από το φόβο της έμεινε για ώρα ακίνητη κλεισμένη μέσα στο καβούκι της, μήπως και δεν την ξεχώριζε από το χώμα στον κήπο. Το νερό όμως γύρω της αυξανόταν, έμπαινε μέσα στο σπίτι, ώσπου δεν άντεξε και βγήκε πάλι έξω. Τότε ένοιωσε κάτι να  υπάρχει πάνω της και να κινείται πιο αργά και από αυτή. Ο ουρανός δεν έριχνε πια νερό. Άρχισε να στριφογυρνά η χελώνα μήπως και δει τι είχε ανέβει πάνω της. ώσπου κατάφερε να το ρίξει. Είδε μπροστά της ένα σαλιγκάρι ζαλισμένο από την πτώση, να την κοιτά με τις κεραίες του. 
"Τι πλάσμα είσαι εσύ;", το ρώτησε. "Δε σε έχω ξαναδεί."
"Ούτε εγώ σε έχω ξαναδεί  και νόμιζα ότι έχω ανέβει σε κάποια πέτρα" αποκρίθηκε το σαλιγκάρι.
"Μα που βρίσκομαι;" ξαναρώτησε η χελώνα. "Εμένα πριν με πάρει ο ύπνος ήμουν στον κήπο μου, τα χελιδόνια πετούσαν και ο ουρανός δεν έριχνε νερό. Ποιός με πήρε από τον κήπο μου;"
"Δεν ξέρω που πήγε ο κήπος σου. Εγώ όταν περπατάω, ο ουρανός ρίχνει νερό και αυτά τα χελιδόνια που μου λες δεν ξέρω τι είναι."
"Πώς είναι δυνατό να μην ξέρεις τι είναι τα χελιδόνια; Εμένα μου αρέσει να τα βλέπω να πετάνε όταν  τα φωτίζει ο ήλιος. Όμως σε αυτόν τον κήπο κάποιος τους γκρέμισε τη φωλιά και δεν ξέρω τι απέγιναν"
"Τι είναι αυτό το ήλιος που είπες;"
"Πολύ παράξενος ο κήπος σου. Όμως μιας και δε βλέπω κανέναν άλλον εδώ, θα μείνω  μαζί σου. Μπορούμε μαζί να περπατήσουμε και να βρούμε το δικό μου κήπο που δεν είναι σαν το δικό σου."
"Είσαι τρελή; Αν ο δικός σου κήπος δεν έχει αυτά που έχει ο δικός μου, εγώ δε θέλω να έρθω. Και παρέα δε χρειάζομαι εδώ. Άσε με σε παρακαλώ να παίξω με τα νερά και τις λάσπες!"
Η χελώνα ένιωσε μόνη της. Άφησε το παράξενο πλάσμα και συνέχισε να περπατάει. Δε μπορούσε να καταλάβει ποιος και με ποιόν τρόπο την είχαν κάνει να ξυπνήσει σε άλλο κήπο. Τώρα δεν ήξερε προς τα που περπατούσε. Τότε ξαφνικά είδε κάτι γνώριμό της. Ήταν κάποια μυρμήγκια που δεν περπατούσαν σε γραμμή όπως έκαναν συνέχεια και της έκοβαν το δρόμο και την εκνεύριζαν, αλλά έτρεχαν πανικόβλητα κουβαλώντας ένα φύλλο για να το βάλουν στην είσοδο της φωλιάς τους. Προσπάθησε να τα φτάσει η χελώνα, χωρίς αποτέλεσμα και έτσι τους φώναξε:
" Μα που πάτε; Μπορείτε να μου πείτε προς τα πού είναι ο κήπος μου; Κάποιος με έφερε σε αυτόν τον κήπο που είναι γεμάτος νερά και κάνει κρύο. Και δεν έχει ούτε χελώνες, ούτε χελιδόνια. Αχ μακάρι να μπορούσα να πετάξω μέχρι εκεί..."
Τα μυρμήγκια που ήξεραν πολύ καλά όλες τις χελώνες του κήπου, συνέχισαν να τρέχουν και όπως έβαλαν το φύλλο στη θέση του άρχισαν να της μιλάνε από μέσα:
"Κανείς δε σε πήρε από τον κήπο σου χελώνα. Αυτό που έγινε όσο εσύ κοιμόσουν, είναι ότι ήρθε ο χειμώνας και εσύ δεν έσκαψες να θαφτείς. Γι αυτό δεν ξέρεις που πατάς και πού βρίσκεσαι. Και τα χελιδόνια που λες ξέρουν πότε έρχεται ο χειμώνας και φεύγουν πετώντας για άλλα μέρη."
Η χελώνα μπερδεύτηκε. Παρ' όλα αυτά και χωρίς πολλή σκέψη, μίλησε ξανά:
"Είμαι πολύ μόνη μου εδώ. Σας παρακαλώ, αφήστε με να μπω κι εγώ στη φωλιά σας, και μου τα εξηγείτε όλα ξανά."
"Είσαι πολύ μεγάλη για να σε πάρουμε εδώ." ,είπαν τα μυρμήγκια. "Πήγαινε αλλού ή φτιάξε τη δικιά σου φωλιά."  
Η χελώνα απελπίστηκε, και γιατί όχι μόνο ήταν μόνη της, όχι μόνο δεν έβρισκε κανέναν να την κάνει παρέα,  αλλά μόλις είχε μάθει ότι αυτός ο κήπος με τις λάσπες και τα νερά ήταν ο δικός της, όπως τον είχε κάνει αυτός ο χειμώνας.
Κι όπως περπατούσε δεν έβλεπε πια μπροστά της μόνο σκεφτόταν ξανά και ξανά αυτά που της είχαν πει τα μυρμήγκια. Έφτασε πολύ μακριά από εκεί που είχε ξεκινήσει, στην άλλη άκρη του κήπου.
"Μακάρι να  μπορούσα κι εγώ να πετάξω και να πάω να βρω τα χελιδόνια. Αυτά κάνουν την καλύτερη δουλειά από όλους. Μακάρι να μπορούσα να πετάξω" , σκέφτηκε.
Και έτσι όπως  ήταν χαμένη στις σκέψεις της, άρχισε πάλι να βρέχει. Άρχισε να κλαίει η χελώνα και περπατούσε σα χαμένη. Τα μάτια της είχαν θολώσει.
Σε κάποια στιγμή, εκτός από το νερό, έπεσε μπροστά της και ένα πέταλο από λουλούδι. Έμεινε ακίνητη. Μετά κι άλλο. Κι άλλο. Δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια της. Κοίταξε καλά καλά. Ήταν γεμάτος ο τόπος από τέτοια πέταλα, ένα άσπρο τοπίο γύρω της. Και μύριζε ωραία αυτό το τοπίο, έβγαζε ένα μεθυστικό άρωμα. Πού είχε βρεθεί; Πρόσεξε τον κορμό ενός δέντρου.  "Δε θυμάμαι να έχουμε δέντρα στον κήπο", σκέφτηκε.
Είχε μεθύσει τόσο πολύ από αυτό το άρωμα, που δε μπορούσε καν να κινηθεί. Λες και είχε γυρίσει ξαφνικά στον κήπο της, ένα μεγάλο κυκλικό διάλειμμα ανάμεσα σε λάσπες και νερά. “Μα από πού ήρθε αυτό το μέρος; Είναι σαν τα μέρη στα οποία πήγαιναν τα χελιδόνια”. Μόνο που αυτή δεν είχε πετάξει. Ήταν σίγουρη ότι δεν είχε πετάξει.
"Λες να έγινα κι εγώ χελιδόνι; Ναι αυτό θα είναι! Δεν πρόκειται να φύγω ποτέ από αυτόν τον κύκλο. Και αν δω κανέναν να περνάει θα τον φέρω και αυτόν εδώ να κάνουμε παρέα. Εδώ θα βγάλω το χειμώνα."

Ο παράδεισος της χελώνας λεγόταν μανταρινιά.

Η μανταρινιά έστεκε, ήταν η μοναδική τρελή μέσα στον κήπο, ολάνθιστη. Και ενώ παντού κήπο είχαν παγώσει τα πάντα, θα έλεγε κανείς ότι γύρω της και κυρίως από κάτω της δεν είχε αλλάξει τίποτα. Έτσι η μανταρινιά είχε μόλις αρχίσει  να ανθίζει, με τα άνθη της να γεμίζουν με άρωμα το τετράγωνο. Όποιος περνούσε από κοντά της, μαγευόταν μεθυσμένος από το άρωμα και το θέαμα. Όταν την προσπερνούσε, ένιωθε στο πετσί του το κρύο και θυμόταν το χειμώνα που είχε επιστρέψει έστω και αργά. Η μανταρινιά έπρεπε να έχει ανθίσει κάποιους μήνες πιο πριν, όμως με τον καιρό είχε τρελαθεί  και άνθιζε ακόμα, γεμίζοντας με αρώματα και πέταλα το χώρο κάτω από τα κλαδιά της.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου