Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Απόγνωση για μια σταγόνα: κατά πού θ’ απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια ο καιρός




Κρυώνει. Συνηθίζει να κάθεται σε ανοιχτά παράθυρα. Μουσικές ακούγονται από μακριά. Μουσικές... ο θεός να τις κάνει δηλαδή. Το μόνο που ακούγεται είναι μπάσα και σταθεροί ρυθμοί από απροσδιόριστα συνθετικά κρουστά. Δεν τους δίνει και πολλή σημασία.


 Είναι κατακαλόκαιρο και τα πάντα καίγονται. Ο ήλιος αφήνει τον κόσμο να δροσερέψει μόνο για τις ώρες που του χρειάζονται για να σηκωθεί σχετικά ψηλά. Μετά αρχίζει να σιγοψήνει τον κόσμο. Θερμαίνει αρχικά τον αέρα, από ψηλά προς τα χαμηλά, διαλύει την υγρασία του πρωινού και τη ρίχνει στα κεφάλια των ανθρώπων. Κι όταν και αυτή στεγνώνει, αρχίζει να αφυδατώνει τα πάντα, αρχίζοντας να αδειάζει σιγά σιγά τον κόσμο από ό,τι ζωντανό τολμούσε να κινηθεί. Αλίμονο σε όποιον ή ότι από εκείνη τη στιγμή βρίσκεται σε κίνηση.

Βλέπει μόνο τους ανθρώπους να περπατούν διψασμένοι και ιδρωμένοι μπροστά από το παράθυρο.  Δεν είναι πολλοί και κινούνται βιαστικά μέχρι να βρουν κάποιον ίσκιο ή κάποιο δροσερό ποτήρι. Όσο οι ώρες περνούν, η συχνότητα εμφάνισής τους είναι αντίστροφα ανάλογη από τον ιδρώτα και την απελπισία πάνω τους. Όλοι πιάνουν το κεφάλι τους ελέγχοντας το ενδεχόμενο κάποιας ηλίασης.
Επικρατεί άπνοια εκεί έξω.

Αυτός κάθεται μόνος του σε ένα ανοιχτό παράθυρο στην άκρη του δρόμου. Το τι είναι αυτό το παράθυρο και ποιος είναι αυτός δεν έχει κάποια σημασία. Ας επικεντρωθούμε ωστόσο στο ότι μπορεί να βλέπει το δρόμο και στο ότι είναι μόνος του. Και κυρίως στο ότι κρυώνει. Τρέμει κάποιες στιγμές που το ρεύμα αέρα που μπαίνει από το παράθυρο δυναμώνει.  Ίσως να τρέμει περισσότερο όταν κάποιος περνάει απ΄έξω και συναντιούνται τα βλέμματά τους.

Μπορείτε να πείτε  ότι αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται στα πρόθυρα της πνευμονίας ή της ηλίασης και έτσι εξηγούνται τα συμπτώματά του. Πέφτετε έξω. Δε μοιάζει καθόλου να ζαλίζεται ή να έχει πυρετό, και δε φαίνεται να έχει κάποια δυσκολία στο αναπνευστικό, μόνο μοιάζει να κάθεται ώρες στο ανοιχτό παράθυρο.

Μπορείτε επίσης να πείτε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι απλά κάποιος από τους περαστικούς που στάθηκε σε αυτή τη δροσερή γωνιά του δρόμου. Όμως όπως είναι εμφανές, δεν υπάρχει σταγόνα γύρω του και το κυριότερο, δεν είναι εμφανής ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να φτάσει στο παράθυρο απευθείας από το δρόμο.

Σε αυτό το σημείο, ας προβούμε σε περισσότερες αποκαλύψεις.
Η πλάτη του τον είχε τσακίσει. Ένας πόνος που ερχόταν και έφευγε, τον έκανε να καμπουριάζει λες και του είχαν φορτώσει κάτι στην πλάτη.

 Ήταν αυτός ένα από το τρίπτυχο του πόνου του, μαζί με αυτόν στο στομάχι και τον πονοκέφαλο. Ο πρώτος όπως είπαμε τον καμπούριαζε και τον έκανε κυρτό. Ο δεύτερος τον ξάπλωνε και τον δίπλωνε στη μέση. Ο τρίτος κατάφερνε και τα δύο, όχι όμως στο σώμα του, αλλά στο μυαλό του. Το έκανε αρχικά καμπουριαστό προς μία κατεύθυνση και δε μπορούσε αυτό να στρίψει προς κάπου αλλού. Όταν φούντωνε, το δίπλωνε στη μέση, με αποτέλεσμα να επιστρέφει η σκέψη του εκεί που ξεκινούσε. Αυτό τον έκανε να παίρνει ένα ύφος μάλλον θυμωμένο και έδινε ένταση στις κινήσεις του.
 
Όμως τώρα είναι μόνος του. Ούτε κινείται ώστε να φανεί κάποια ένταση, ούτε έχει τη δυνατότητα να ξαπλώσει ή να λιποθυμήσει. Το τι σκέφτεται επίσης είναι κάτι που κανείς, ούτε εμείς μπορούμε να μάθουμε. Μόνο κρυώνει. Και ότι κατά πάσα πιθανότητα υποφέρει από κάποιον από τους πόνους του.

Αυτοί οι άνθρωποι, αυτός που κάθεται μόνος του και αυτοί που περνούν, φαντάζουν εντελώς διαχωρισμένοι. Θα μπορούσαν όλοι τους να θεωρούν αυτόν που γλιτώνει τον καύσωνα τυχερό. Θα μπορούσαν για παράδειγμα αυτοί που περνούν να θέλουν να είναι στη θέση αυτού που κάθεται, ενώ και αυτός με τη σειρά του να επιδιώξει λίγες στιγμές κάτω από τον ήλιο ώστε να ανακουφιστεί από το κρύο που τον βασανίζει. Θα μπορούσαν επίσης και οι δύο να νοσταλγούν κάποια ισσοροπία κρύου και ζέστης για όλους.

Αξίζει να προσεχτεί ότι αυτός που κρυώνει είναι μόνος του. Έχει παρέα το κρύο και τους πόνους του. Το κυριότερο όμως είναι ότι φαίνεται από το δρόμο. Βλέπει και τον βλέπουν. Είναι σίγουρο ότι βλέπει ανάμεσα σε αυτούς που περνούν πρόσωπα αγαπημένα που περνούν και χάνονται. Και είναι σίγουρο ότι οι περισσότεροι που περνούν τον παρατηρούν που στέκεται εκεί και ίσως τον αναγνωρίζουν, λίγα μέτρα μακριά τους. Δεν πρόκειται ωστόσο για μια ιστορία μοναξιάς.

Πρόκειται για μια ιστορία απόγνωσης. Άνθρωποι που δεν έχουν που να απλώσουν τα χέρια τους όταν ο καιρός τους χωρίζει. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που υποφέρουν συνεχίζοντας τη ζωή τους στον ήλιο και πάντα υπάρχει κάποιος που τους κοιτάζει μόνος του από κάποιο σκοτεινό παράθυρο. Απόγνωση για μια σταγόνα. Το αν αυτή θα είναι η πρώτη σταγόνα της βροχής που θα λυτρώσει τους έξω, ή το πρώτο δάκρυ αυτού που τους κοιτάζει, είναι το ένα και το αυτό.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου