Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Σσσσσ......κάνετε ησυχία να ακούσουν οι γείτονες......



"Ατμάν" Στίχοι,Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στου Μαγγελάνου τις φωτιές,
στου Βόρα το κατάρτι
και στου παιδιού το γόνατο
το ίδιο πράγμα αλλάζει
και τις φωνές σκεπάζει.

Στους γαλαξίες τ' ουρανού
και στο μυαλό μου μέσα
το ίδιο πράγμα κρύβεται,
ανάλαφρα ανασαίνει
κοιτάει και περιμένει.

ένας αποσταμένος περπατητής που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων



Έλα κοντά μου δεν είμαι η φωτιά
τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια
τις πνίγουν οι νεροποντές
τις κυνηγούν οι βοριάδες

Δεν είμαι δεν είμαι η φωτιά

Έλα κοντά μου δεν είμαι ο άνεμος
τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά
τους βουβαίνουν τα λιοπύρια
τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί

Δεν είμαι δεν είμαι ο άνεμος

Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν΄ακούσει το τραγούδι των γρύλων
Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Μια ιστορία απιστίας




Η ιστορία είναι του Νικόλα Παπανικολόπουλου και από το blog "ΑΝΕΜΟΣΚΟΡΠΙΣΜΑΤΑ"

Κάθε φορά που την έβλεπε, σκεφτότανε πόσο γρήγορα περάσανε τα χρόνια που είχε κι αυτός την ίδια ηλικία. Με μια στεναχώρια απέφευγε να κοιτάξει προς το μέρος της, από φόβο μην προδοθεί ο θαυμασμός του, και χάσει την καλή εικόνα του. Στο λεωφορείο έμπαινε δυο στάσεις πριν από εκείνη, πάντα την ίδια ώρα, και πάντα κατεβαίνανε στην ίδια στάση. Βαδίζανε τον ίδιο δρόμο, και εκείνη έστριβε ένα στενό πριν φτάσει στην εργασία του, άγνωστο για που. Στον γυρισμό δεν την έβλεπε, φαίνεται σχόλαγε πιο πριν ή πιο μετά. Όταν κάνεις κάθε μέρα την ίδια διαδρομή, χρόνια τώρα, σε μαθαίνουν κι οι πέτρες από όπου περνάς.Και συ μαθαίνεις εκείνους..Εκείνος γύρω στα τριανταπέντε. Και κείνη όχι πολύ μεγαλύτερη από τα είκοσι. Είχε μια σπάνια φρεσκάδα για άνθρωπο που μπαίνει σε πρωινό λεωφορείο για να πάει στην εργασία του, που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Στο λεωφορείο των επτά, οι επιβάτες είναι συνήθως σκυθρωποί, αμίλητοι, σαν ρομποτάκια. Εκείνη όχι. Έλαμπε! Φορούσε σχεδόν πάντα χρώματα της άνοιξης.

Μια μέρα μίλαγε με ένα φίλο του. Ξεκινήσανε με στοίχημα στο τάβλι, μεζέ με μπύρα, και καταλήξανε να αναπολούνε τα παλιά.

_Θυμάμαι τότε που με κοίταζε στα μάτια και κρεμόταν από τα χείλη μου", είπε καθώς η αναδρομή είχε φτάσει πια στις μέρες μας."Ένα άγγιγμα στο γόνατο και παρέλυε... και τώρα... Να μη μας ακούσουνε τα παιδιά, αθόρυβα σα τους κλέφτες, πάντα με προγραμματισμό.... Με σκοτώνει αυτό.

_Φίλε μου, σε έχει σίγουρο. Εσύ φταις, που πας με τον σταυρό στο χέρι. Η γυναίκα πρέπει να φοβάται. Να ζηλεύει.

_Δηλαδή;

_Η σιγουριά σκοτώνει τον έρωτα. Το λένε και οι γιατροί.

_Κοίτα, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Έχω δύο παιδιά, τι θα γίνει αν ακούσουνε κάτι;Αυτά τα πράγματα δεν κρύβονται για πολύ.

_Αν δεν τό΄χεις, μη το κάνεις. Το σημαντικό όμως, είναι αυτή να νομίζει πως το κάνεις...

Τις επόμενες μέρες, η σκέψη αυτή είχε τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του. Μία την απόρριπτε, μία ξανάπιανε τον εαυτό του να την επεξεργάζεται. Άρχισε να αλλάζει τις συνήθειές του. Μέρα παρά μέρα έξοδο, φρεσκοπλυμένος και καθαρός πάντα. Έκανε έναν γύρο τα μαγαζιά, χάζευε βιτρίνες, διάβαζε την εφημερίδα του στο παγκάκι... Στο καφενείο αραίωσε να πηγαίνει για να μην καρφώνεται. Κι όταν γυρνούσε, ξανά μπάνιο. Το είχε διαβάσει καθώς ξεφύλλιζε ένα cosmopolitan στο κομμωτήριο, πως τα συχνά μπάνια, και οι πιο συχνές έξοδοι, σημάδι είναι απιστίας. Πάντα με καθαρά ρούχα, και μάλιστα, πράγμα πρωτόγνωρο γι αυτόν, άρχισε να ψωνίζει ρούχα μόνος του, ανανεώνοντας έτσι την γκαρνταρόμπα του. Στο τέλος μάλιστα, άρχισε να το διασκεδάζει. Μέχρι που, έκανε και τον κουρασμένο όταν η σύζυγός του, έκανε προσπάθεια να τον αποπλανήσει... Αποπλάνηση στο σπίτι με τα παιδιά, δύσκολο να πετύχει, σκέφτηκε, αν και το μετάνιωσε που τόσο σκληρά φέρθηκε, όχι μόνο σ΄ εκείνη, μα και σε αυτόν. Όταν αυτό συνέβει, και παρόλο το σύνδρομο ενοχής, σκέφτηκε πως το σχέδιό του αρχίζει να δίνει καρπούς.Και συνέχισε.. Το αποκορύφωμα ήταν όταν αποφάσισε να γράψει ένα ερωτικό γράμμα, να θυμηθεί πως είναι... Και άρχισε να μυθοπλάθει. Τότε σκέφτηκε την κοπέλα στο λεωφορείο... Ναι! Αυτή μπορούσε να τον εμπνεύσει. Αγόρασε λοιπόν επιστολόχαρτο, κάθισε κάτω από τον ήλιο σε μια καφετέρια, και άρχισε να γράφει... Και τι δεν έγραψε... Για την μέρα που έβρεχε και μοιραστήκανε την ομπρέλα του, τις σύντομες συζητήσεις μέχρι να χωρίσουνε για την δουλειά, τον πρώτο καφέ , το σινεμά που πήγανε μαζί, και την κατάληξη μετά από τα ποτά τους σε ένα παθιασμένο φιλί που σημάδεψε την ζωή τους. Η φαντασία του του φανέρωνε πτυχές της ζωής του που θα μπορούσε να ήταν αληθινές, αν ... αν αυτός ήταν αλλιώς. Κάθε μέρα ταξίδευε και πιο πέρα, τα γραπτά του τα ένιωθε στο τέλος αληθινά. Και κάθε πρωί, έστρεφε πάντα το βλέμμα του από την άλλη...

Η σύζυγός του είχε φτάσει στα όρια υστερίας." Όχι", σκεφτόταν , "δεν θα προδοθώ. Δεν θα του δώσω τέτοια ικανοποίηση... Στο τέλος θα βαρεθεί και θα γυρίσει, ή ...." Δεν ήθελε καν να την σκέφτεται τόση αχαριστία. Τόσα χρόνια είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της, για να γίνει χίλια κομμάτια.. Δουλειά, σπίτι, να σιδερώσει, να μαγειρέψει, να διαβάσει τα παιδιά... Κι αυτός ο αχρείος ούτε τα παιδιά του δεν σκεφτότανε. Εξαφανιζότανε ο αριστοκράτης, σενιαρισμένος καλά καλά, με τις πιο ανόητες δικαιολογίες.¨Πάω να παίξω τάβλι με τους φίλους" της είπε την τελευταία φορά. Μα οι φίλοι του ήτανε στο καφενείο, κι αυτός όχι. Το ξέρει, γιατί έστειλε τον μικρό να τον φωνάξει για να πηγαίνανε βόλτα, Παρασκευή απόγευμα, για σουβλάκι, και κείνος έλειπε... Στο τέλος, άρχισε να ψάχνει τα πράγματά του και να μυρίζει τα ρούχα του για κάποιο ίχνος. Και τότε βρήκε το γράμμα. Για λίγες μέρες δεν είπε τίποτα. Έπειτα αποφάσισε να μάθει ποια είναι. Το γράμμα τα έγραφε όλα. Σε ποια στάση ανέβαινε, που κατέβαινε, που χωριζόντουσαν. Στην αρχή, φρόντισε να δει ποια είναι... Έτσι, νωρίς ένα πρωί, από απόσταση, περίμενε κοντά στην στάση, και την είδε... Ήταν όπως την περιέγραφε το γράμμα... ακόμη και η ελιά λίγο κάτω από τον λαιμό... Την ίδια μέρα αποφάσισε να την περιμένει, να δει που μένει... και το έμαθε. Έπειτα, σκοτείνιασε. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να την πολεμήσει. Αυτή ήταν πιτσιρίκα, τι μπορεί να ήθελε από τον άντρα της.Όμορφη, δυστυχώς, τον καλύτερο μπορούσε να έχει... Κι όσο σκεφτόταν μαράζωνε.
Ένα βράδυ την ώρα που κοιμότανε ο σύζυγός της, άρχισε να σκέφτεται τρελά πράγματα... Ήθελε να του σπάσει το κεφάλι, να τον ευνουχίσει αν μπορούσε, τον αλήτη! Μα ήταν στην μέση τα παιδιά, η γειτονιά, η αξιοπρέπειά της. Να του μίλαγε;Να της μίλαγε;... Όχι αυτή θα ήτανε η απόλυτη ξεφτίλα. Το καλύτερο θα ήτανε να τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα.

Την επόμενη ημέρα, κανόνισε να βγει με μια κολλητή της, φίλη παιδική. Μαγείρεψε, και έφυγε λίγο πριν γυρίσει ο σύζυγος της. Έτσι δεν θα προλάβαινε να το σκάσει, θα έπρεπε να μείνει σπίτι με τα παιδιά. Πήγανε για καφέ και ξέσπασε... Της τα είπε όλα.

_Όλα τα γουρούνια το ίδιο πρόσωπο έχουνε. Είπε η φίλη της. Αλλά να είναι τόσο βλάκας που να μη τον νοιάζει αν το καταλάβεις;Ε αυτό, πάει πάρα πολύ! Με το ίδιο νόμισμα του αξίζει.. Και εκείνη έγνεψε καταφατικά.

Το Σαββάτο, πάλι έλειπε η γυναίκα του. Αυτήν την φορά μέχρι αργά. Γύρισε ξημερώματα και ξάπλωσε δίπλα του με γυρισμένη πλάτη. Εκείνος έκανε πως κοιμάται, μα δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Του είχε πει πως θα έβγαινε με την φίλη της πάλι, και έπρεπε να το παίξει αδιάφορος.. Μα μέσα του ζήλευε, οι ενοχές όμως του κλείνανε το στόμα. Την είχε αναγκάσει με τον τρόπο του να βγει με την φίλη της, να ξεσκάσει. Ποιος ξέρει τι είπε στην φίλη της, τι γνώμη θα σχημάτιζε γι αυτόν. Όχι, το πιο πιθανό να μην είχε πει τίποτα. Αλλά έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Καλές οι φανταστικές απιστίες, αλλά όλα γίνανε μόνο και μόνο επειδή την λάτρευε....
Το πρωί της έφερε το πρωινό στο κρεβάτι, και το πρόσωπό της έλαμπε! Την πήρε αγκαλιά, την φίλησε σα να ήτανε η πρώτη φορά, και εκείνη ανταποκρινότανε σε κάθε άγγιγμα. Του φάνηκε πως έκαναν έρωτα όπως την εποχή που πρωτοσυναντηθήκανε, κι ακόμη καλύτερα, γιατί εκείνη ήταν τόσο διαφορετική! Χαμογέλασε ευτυχισμένος! Δεν ήθελε να την κρατάει σε αγωνία.Θα τον συγχωρούσε αν της τα έλεγε όλα;"Ξέρεις τον τελευταίο καιρό ήμουν παράξενος στην συμπεριφορά μου".. και άρχισε να της τα ομολογεί όλα, με το νι και με το σίγμα. .. Μία σκιά σκέπασε το πρόσωπό της, κι ύστερα ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο. Σκέφτηκε να τον χαστουκίσει, ναι είναι αλήθεια, μα τον αγκάλιασε.. "Πίστεψέ με", του είπε, "ποτέ ξανά δεν θα ξαναυποπέσω στο παράπτωμα της.... ρουτίνας." Και το βλέμμα της έλαμψε με νόημα!

Οδηγίες αποφυγής της μεσημεριανής ζέστης.....



Ανεβάσαμε την τέντα στο μπαλκόνι,
ανεβάσαμε και λίγο τα ρολά.
Κι ένας ήλιος στο δικό σου παντελόνι
κάτι μου ‘κανε και γέλασα τρελά
και τραλαλά και τραλαλά.

Δε με νοιάζει που τραβάμε και πώς ζούμε,
δε με νοιάζει που δεν κάναμε λεφτά.
Την αγάπη μια ζωή θ’ απομυζούμε
και στους δρόμους θα φιλιόμαστε κλεφτά.

Ανεβάσαμε την τέντα στο μπαλκόνι
κι όλα, μάγκα μου, ωραία και καλά.

Ανεβάσαμε στ’ αμάξι την κεραία,
ανεβάσαμε και τ’ άστρα στο καπό.
Κι όπως ψάχναμε τα λόγια τα μοιραία
κάτι μ’ έπιασε και σου ‘πα “σ’ αγαπώ”
και πω-πω-πώ και πω-πω-πώ.

μ΄ένα άγριο περήφανο χορό σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω.



θαρθεί καιρός (Κατερίνα Γώγου)

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.

Άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω

Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.

Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι - καταπίεση - μοναξιά - τιμή - κέρδος - εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.

Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".

Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

ο Χάρος να 'ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ.



Το τραγούδι «Σαββατόβραδο» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους Τάσου Λειβαδίτη, από τον κύκλο τραγουδιών «Πολιτεία», ( Βράχο-βράχο τον καημό μου, Σαββατόβραδο, Έχω μια αγάπη, Το παράπονο, Ο μετανάστης, Καημός) το γνωρίζουν οι περισσότεροι. Ένα τραγούδι, που γράφτηκε στα 1961 και τυγχάνει καθολικής αποδοχής. Υπάρχει μια γλαφυρή ιστορία σχετική με το τραγούδι αυτό, που καταδεικνύει το βαθμό στον οποίο λογοκρίθηκαν πολλά τραγούδια της δεκαετίας του 60 και όχι μόνο.

Αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης: «Μια μέρα μου λέει ο Λαμπρόπουλος – τότε διευθυντής της Κολούμπια –“Ξέρεις, ο ταγματάρχης που βάζει τους δίσκους θέλει να σε γνωρίσει”. Πήγαμε στο σταθμό των ενόπλων δυνάμεων, που ήταν σε ένα κήπο μια παράγκα, όπου στεγαζόταν το στούντιο. Από εκεί βγήκε ο ταγματάρχης, ο οποίος μόλις με είδε χάρηκε αφού έπαιζε μουσική δική μου. Καθίσαμε και κουβεντιάζαμε. Αρχίζει να παίζει το «Σαββατόβραδο». “Μια στιγμή”, μου λέει, “πρέπει να πάω μέσα”. Και την ώρα που έλεγε ο Καζαντζίδης «…τις κοπελιές», παπ, το σήκωνε και το ξανάβαζε. “Τι κάνετε;”, λέω. Μου απαντάει ο ταγματάρχης, “Λογοκρίνω το τραγούδι, γιατί το βάζουμε μεν, αλλά βγάζουμε αυτό το «Φτωχοπλυσταριό»..”. Έκπληκτος τον ξαναρωτάω, γιατί δε μπορεί να περάσει. “Κρίναμε”, λέει αυτός, “ότι αυτό είναι δυσφημιστικό”. Οπότε του λέω κι εγώ : “ Μπορούσα να το αλλάξω, να βάλω “Πλούσιο μπιντέ”, ήταν πολύ απλό για μένα. Δε μου το λέγατε αυτό από πριν, για να το κάνω;”. Τέτοια πράγματα γίνονταν.».

Διαβάστε περισσοτερα εδώ

Θα έχω το δώρο που μου έκανες πριν φύγεις



Το ξέρω πως το τέλος του κόσμου έχει φτάσει
και εδώ στην γη ψάχνω αγγέλους να μου βρω
μανιασμένος τρέχω ψάχνω για ελπίδα
στις αμαρτίες μου να πει πως θα σωθώ.
Το ξέρω πως τελείωσε ο χρόνος
ο χρόνος που είχα και το έλεγα ζωή
σαν μια τεράστια ανάποδη κλεψύδρα
που δεν γυρνάει και είναι τώρα αδειανή.

Φτερό στον άνεμο, μια φυσαρμόνικα
που κλαίει, που κλαίει απ' την χαρά της.
Δεν είχα άγγελο, είχα ένα δαίμονα
που κλαίει, που κλαίει στο άκουσμά της.

Η ιστορία που θα πω όταν τελειώσει
σε όσους έζησαν μια και αυτοί
θα είναι μικρή, πικρή και όλο ψέμα
θα είναι η ίδια η γλυκιά μου η ζωή.
Θα πω για αγάπες που ήρθαν ως το τέλος
που σαν ζωές τελείωσαν ξαφνικά
θα πω για δρόμους με στροφές σε καταιγίδα
για μουσικές που παίζουν μόνο δυνατά.
Θα έχω το δώρο που μου έκανες πριν φύγεις
μια φυσαρμόνικα να παίζω μουσική
κρυμμένη στη χούφτα μου για πάντα
κρυμμένη όπως η γλυκιά μου η ζωή.

Φτερό στον άνεμο, μια φυσαρμόνικα
που κλαίει, που κλαίει απ' την χαρά της.
Δεν είχα άγγελο, είχα ένα δαίμονα
που κλαίει, που κλαίει στο άκουσμά της.
Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Στην όχθη μόνο να σταθώ Και να σου τραγουδήσω

                                                 


Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.
Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.
Ταξίδια ἐπιβατηγὰ
μὲ σένα μὲ σένα μαζί σου μὲ σᾶς
ἀνάλογα ποῦ φύσαγε οὔριος ἀχυρώνας.
Μὲ σένα εὐγενέστατε ἱππότη, ἀντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου ἐπιθυμία παράνομη — λαθροκυνηγὸς
τοῦ ἄγριου ἐαυτοῦ σου.
Ἂν καὶ θεαματικὰ ἐξοπλισμένη
μὲ τὰ πιὸ τέλεια περισκόπια αἰθρίας
θέλησα νὰ φύγω καὶ μαζὶ σὰς σύννεφα
—εἴσαστε τότε μόνο πειραχτήρια τῆς μορφῆς σας—
φοβέρες γιὰ νὰ τρῶνε τὸ φαΐ τους
οἱ ἀνόρεχτες ἐλπίδες —ὅλο κρυφοτρῶνε—
περαστικὲς φωλιὲς
γιὰ νὰ κλωσσάει ἢ βροχὴ τὴ μουσική της.
Καὶ μὲ σένα Εὐριδίκη.
Ἀλλὰ τί λογικὸς ἐκεῖνος ὁ Ὀρφέας.
Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν γύρισε νὰ κοιτάξει πίσω
ἡ ἀνυπομονησία του.
Ὢ μῦθοι, περοῦκες τόσο φυσικὲς
γιὰ φαλακροὺς ἄνεμους.
Καὶ μαζί σου ἀπόβροχο, ἀλητάκι τῆς ὄσφρησης.
Ὅλο νὰ ἑτοιμάζει ἡ μυρωδιά σου τὶς βαλίτσες μου
κι ἐσὺ νὰ ἐρωτοτροπεῖς με τὴν ἀπόσβεσή σου.
Ἄ, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ἐλευθερία.
Θὰ πηγαίναμε στὴ ζούγκλα σου, βαθιὰ
νὰ κυνηγήσουμε ἄγριες ἁλυσίδες.
Ὅμως ἐσὺ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸ θρύλο σου δὲν πᾶς.
Μόνο ἐκδρομοῦλες μονοήμερες σὲ πανὸ καὶ μέθη
— γιαλὸ-γιαλὸ ἡ ὑπενθύμισή σου.
Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες.
Τελικὰ μαζί σου.
Τὸ πιὸ ἀνεμπόδιστο, φιλαπόδημο
ἀποθησαυριστικὸ ταξίδι ἀφοσιωμένο
μαζί σου τὸ ἀποτόλμησα Ἀκατόρθωτο
κι ἀκόμα νὰ τελειώσει.
Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.

από τη συλλογή "Χαῖρε ποτέ" του 1988

Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

Έκανε ζέστη.Αυτός ασάλευτος πάνου στα βράχια κοίταζε
Τα μάτια του σάμπως δυο αετοί χιμούσανε κατά τον κάμπο
Αυτός απάνω από τα όρη του Καράμπουρουν κοίταζε τον ορίζοντα
Εκεί που τούτη η γης ετέλειωνε.Και σούφρωσε τα φρύδια του

Έκανε ζέστη.Ο Μουσταφά ο Λοχαγός του Μπεντρεντίν κοίταζε
Κοίταζε δίχως φόβο ο χωρικός ο Μουσταφά,δίχως οργή
Κοίταζε ολόισια μπροστά του
Κι από ψηλά από τα βράχια κοίταζαν του Μπεντρεντίν τα παλικάρια
Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια πέρα απ’ τον ορίζοντα κοιτάζανε
Μ’άσπρα πουκάμισα δίχως ραφές, με ξέσκεπα κεφάλια
Μ΄όλόγυμνα σπαθιά και πόδια
Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια στον εχθρό ριχτήκανε

Τούρκοι χωριάτες του Αιδινιού,Ρωμιοί ψαράδες απ’ τη Σάμο
Να οι δέκα χιλιάδες σύντροφοι του Μουσταφά

Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά
στ' άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των νικημένων
κι η γη π' όλοι μαζί την είχαν τραγουδήσει
κι η γη που την οργώσανε τ' αδερφικά τους χέρια
ποδοπατήθηκε απ' τα πέταλα των αλόγων που φτάσαν το πρωί
μπρος το παλάτι της Αδριανούπολης

Νικήθηκαν......

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.



Απόσπασμα απο το "Θερινό ηλιοστάσι" του Γιώργου Σεφέρη

Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά, αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη



Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951
Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

να πάρουνε τα σπλάχνα μου, στα νέφη να τα παν.

Κοίτα που θα τα πλερώσω πάλι όλα τα σπασμένα,
πού 'σαι ρε Καραϊσκάκη, για να φας κανένα.

Τραβάτε καραγκιόζηδες να βγείτε στο μπερντέ,
ο γάιδαρος εψόφησε κι εσείς του λέτε ντε.

Όσοι με καταλαβαίνουν, λίγο μέσα μου σκλαβώνουν,
κι όσοι ροδανθούς με ραίνουν, πάντα με σταυρώνουν.

Εσύ που λίγο με μισείς και λίγο μ' αγαπάς,
ποτέ σου δεν ξεκίνησες και πουθενά δεν πας.

Τον θεό τονε πουλούνε, μα εγώ δε θα πλερώσω,
κάποια μέρα τους εμπόρους θα τους μαστιγώσω.

Ζωή που μας περίμενες μ' ορθάνοιχτη αγκαλιά,
σε φυλακές, ιδρύματα και πένθιμα σκολειά.

Ήττα μου, γλυκιά δασκάλα και σταυραϊτέ τση νιότης,
η αρρώστια του καιρού μας είναι η σοβαρότης.

Ένα κουνέλι κλέφτουμε και κάνουμε γιορτή,
κι εσείς κουνέλι γράφετε και τρώτε το χαρτί.

Θλίψη μου γλυκιά μου θλίψη, συντροφιά στην κάμαρά μου,
πως φοβούμαι μη σε χάσω, όπως τη χαρά μου.

Άμα ποθάνω ρίξτε με στα όρνια να με φαν,
να πάρουνε τα σπλάχνα μου, στα νέφη να τα παν.
Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία

Ένας παλιάτσος είμαι εγώ
καλή σας μέρα
Ξέρω να κλαίω, να γελάω, να πονώ
ξέρω να λέω την αλήθεια πέρα ως πέρα
γι' αυτό κι εγώ θα σας το πω...

Τραγούδι λέω δυνατά
ν' ακούσουν όλα τα παιδιά
ν' ακούσει η πολιτεία
κι απ' το τραγούδι μου αυτό
παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία

Κι έτσι όλοι μαζί κι αντάμα
να τραγουδάμε τα δίκια της ζωής
να τραγουδάς κι εσύ απ' την πλατεία
να μάθεις φίλε μου σωστά να ζεις

Τραγούδι λέω δυνατά
ν' ακούσουν όλα τα παιδιά
ν' ακούσει η πολιτεία
κι απ' το τραγούδι μου αυτό
παλιάτσοι άλλοι εκατό να βγουν στην κοινωνία

Ένας παλιάτσος είμαι εγώ
καλή σας μέρα...

Στίχοι: Μέλπω Ζαροκώστα
Μουσική: Νότης Μαυρουδής

Ήλιος ποτέ μη ξαναβγεί, φεγγάρι μην απλώσει


Βοσκαρουδάκι αμούστακο στα όρη που γυρίζω
με το σεβντά σου αγάπη μου στέκω και ντουχιουντίζω
να σε 'βρισκα στην ερημιά μια μέρα που να βρέχει
και να' ναι ο τόπος άβολος σπηλιάρι να μην έχει
Να 'ρχεται μπόρα δυνατή να μη μπορεί αποσκιάσεις
και να φοβάσαι αμοναχή μη φύγω και με χάσεις

Να βρέχει να κουφοβροντά να ρίχνει κουκοσάλι
και ξεπαπούτσωτη να 'ρθεις στην εδική μου αγκάλη
να ανοίξω το ρασούλι μου να σε σφιχταγκαλιάσω
την αναπνιά σου να γρικώ τη μέση σου να πιάσω
να ξεσκεπάσω από κορφής τα κατσαρά μαλλιά σου
να σε βαστώ και να γρικώ τσι χτύπους τσι καρδιάς σου
να λέω Παναγία μου, ποτέ μη ξαστεριάσει
και μπόρα να ξημερωθεί και να ξαναβραδιάσει
ποιός βρίχνει τέτοιο θησαυρό και θέλει να τον χάσει...

Ήλιος ποτέ μη ξαναβγεί, φεγγάρι μην απλώσει
το μυστικό τσ' αγάπης μου μην το ξεφανερώσει
το μυστικό τσ' αγάπης μου μην το ξεφανερώσει...

ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι, ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά



Φεγγάρι:
Είμ` ένας κύκνος στρογγυλός μες το ποτάμι, είμ` ένα μάτι στα ψηλά καμπαναριά,
και μες στις φυλλωσιές φαντάζω ψεύτικο φως της χαραυγής.
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται; Ποιανού το κλάμα γροικιέται μες στο χέρσο κάμπο;
Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει μες στον ανταριασμένο αγέρα,
που λαχταράει, μολύβι τώρα, πόνος να γίνει μες στο αίμα.
Αφήστε με να μπω! Παγώνω στους τοίχους και στα παραθύρια.
Μια στέγη ανοίχτε, μια καρδιά, να μπω να ζεσταθώ λιγάκι!
Αχ, πως κρυώνω! Οι στάχτες μου – μέταλλα κοιμισμένα –
ψάχνουν σε κάμπους και βουνά της φλόγας την κορφή να βρούνε.
Όμως το χιόνι με κουβαλάει στις χαλαζένιες πλάτες του,
και με βυθίζει όλο παγωνιά στα χαλκοπράσινα βαλτονέρια.
Μα τούτη τη νύχτα θα βαφτούν τα μάγουλα μου κόκκινο αίμα,
και τ` άγρια βούρλα θα ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ίσκιο δε θα `βρουν και φυλλωσιά για να γλιτώσουν από μένα!
Θέλω μονάχα μια καρδιά! Ζεστή!
Το αίμα της να βάψει τα κρύα βουνά τα στήθια μου.
Αφήστε με να μπω, αχ, αφήστε!
(Στα κλαδιά.)
Ίσκιους δε θέλω. Οι αχτίδες μου πρέπει να μπουν, και μέσα
στα κατασκότεινα κλαριά το φως μου πρέπει να κυλήσει,
για να βαφτούν τη νύχτα τούτη τα μάγουλα μου αίμα γλυκό,
και τα` άγρια βούρλα να ζαρώσουν κάτου απ` τα πέλματα του αγέρα.
Ποιος κρύβεται; Να `βγει έξω είπα!
Κανείς δε μου γλυτώνει εμένα!
Θε να τα` αστράψω τα` άλογο με διαμαντένιο πυρετό.

Φεγγάρι:
Ο αγέρας γίνεται κοφτερός σα δίκοπο μαχαίρι.
Ζητιάνα:
Να φωτίσεις καλά το γελέκο και να μεριάσεις τα κουμπιά, κι έννοια σου, τα
μαχαίρια θα τονε βρούνε το δρόμο τους.
Φεγγάρι:
Θέλω ν` αργήσουν όμως να πεθάνουν. Θέλω το αίμα σιγά σιγά να μου ποτίσει
τα δάχτυλα με τ` απαλό σφύριγμα του. Κοίτα πως καρτερούνε οι λαγκαδιές μου
οι στάχτινες το κεφαλάρι το ζεστό ν` ανοίξει!
Ζητιάνα:
Μην τους αφήσουμε να περάσουν το ποτάμι. Το νου σου!
Φεγγάρι:
Να τοι, ζυγώνουν!
Ζητιάνα:
Γρήγορα. Φως! Ακόμα φως! Το νου μας μην ξεφύγουνε!

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ματωμένος Γάμος
Πράξη Τρίτη, Σκηνή Πρώτη
Εκδόσεις Ίκαρος
Μετάφραση Νίκος Γκάτσος

καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

Ξέρω πως θα 'ρθει, και δεν θα 'μαι όπως είμαι,
να τον δεχτώ με το καλύτερο παλτό μου·
μήτε σκυμμένος στις σελίδες κάποιου τόμου,
εκεί που υψώνομαι να μάθω ότι κείμαι.

Δεν θα προσεύχομαι σε σύμπαν που θαμπώνει,
δεν θα ρωτήσω αναιδώς, πού το κεντρί σου;
Γονιός δεν θα 'ναι να μου πει, σήκω και ντύσου
καιρός να ζήσουμε, παιδί μου, ξημερώνει.

Θα 'ρθει την ώρα που σπαράσσεται το φως μου,
κι εκλιπαρώ φανατικά λίγη γαλήνη,
θα 'ρθει σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει      

όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου·
δεν θα μαζεύει ουρανό για να με πλύνει,
δεν θα κρατά βασιλικό ή φύλλα δυόσμου.

Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...



(Το κείμενο είναι από το blog Stavraetos)

Οπως μού'ρχεται σαν εικόνα

Το φεγγάρι χλωμό τρέχει ανάμεσα στα σύνεφα που του κάνουν τη χάρη να αφήσουν το λιγοστό του ασήμι να φωτίσει την ανταριασμένη θάλασσα. Κεντρικός Ατλαντικός. Ρότα προς το Νοτιά. Κατηφόρα στην Υδρόγειο. Κατ'ευθείαν πάνω στο αστέρι του Νοτιά ή όπως αλλιώς, στο Σταυρό του Νότου. Λίγο ΒορειοΑνατολικότερα ο Τυφώνας κατευθύνεται με διαβολική ορμή προς την Καραιβική. Ομως η μεγάλη ανταριά των ανέμων δεν είναι εκεί, είναι στην περιφέρεια του κύκλου, είναι... εδώ! Εδώ που το παλιό γκαζάδικο ,μεταλλικό κουφάρι με ένα τσούρμο ζωντανές ψυχές παλεύουν να κρατήσουν τη ρότα. Επτά μοίρες αριστερά, αλλά ...δε θέλει ζόρι. Το ξέρουν καλά οι ναυτικοί αυτό. Οχι κόντρα στα κύματα γιατί μπορεί να κόψει το σκαρί στη μέση, ακριβώς πάνω που καβατζάρεις το τεράστιο βουνό. Αστο λίγο να σε πάει αυτό, μη το ζορίζεις λοιπόν... γύρνα λίγο στο πλαι τον καιρό και ας κουνάει λίγο παρα πάνω, δεν πειράζει! Μα ετούτη την αντάρα ετούτο το βράδυ το ατέλειωτο, δεν την είχαν ξαναζήσει! Δύσκολα να υπακούσουν στους κανόνες του θηρίου. Τι με τα νερά του τί με το ζόρι, δύσκολο γίνεται το κουμάντο. Ολο το πολυεθνικό πλήρωμα στο πόδι, χτυπιούνται πανω στις λαμαρίνες. Οι μισοί στη μηχανή, και οι άλλοι βάρδιες στο κατάστρωμα που εκεί που το βλέπουν, ξαφνικά χάνονται τα στεγανά του μέσα στο μαύρο νερό και στους άσπρους αφρούς, θαρείς ότι δεν θα μπορέσει πιά να φανεί πάνω, θαρείς πως ξαφνικά κουρασμένο το μεταλλικό φέρετρο θα σημαδέψει την άβυσσο και κουρασμένο θα πάει να αναπαυτεί στον υγρό τάφο μαζί με τις ψυχές που κουβαλάει! Ο χρόνος μάλλον έχει σταματήσει, ή μήπως όχι? δεν υπάρχει χρόνος? Μήπως βρίσκεται αλλού? Μήπως είναι απλά ένας εφιάλτης? Γιατί να !! βλέπει μπροστά του τη μάνα του στο σπίτι να τον ρωτάει γιατί θέλει να φύγει και να ξενητευτεί, βλέπει τα όμορφα μάτια της αγαπημένης του, το ζεστό χώμα που ξαπλώνανε οι δυό τους στο κήπο του σπιτιού της. Ολα αυτά τα βλέπει τόσο καθαρά τόσο ζωντανά, που όλα τ'άλλα φαίνονται μακρυά να χάνονται... Δεν υπάρχει πιά αντάρα, αλμύρα να τον μαστιγώνει, κρύο να τον διαπερνά. Και νασου ξαφνικά σαν το όμορφο γλυκό παραμύθι της Χιονάτης, 7 Νάνοι χορεύουν γύρω του τραγουδώντας με αυλούς ακατάληπτα τραγούδια, νανουρίσματα, χοροπηδώντας εδώ και εκεί, και νοιώθει να σιγά σιγά να χάνεται να βυθίζεται στην πιό γλυκειά θαλπωρή, αλλά μα το Σταυρωτό του Νοτιά, δεν τον νοιάζει πιά....!!!
Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Του ήλιου σβήστηκε το φως κα ήρθε καληνύχτα

Στίχοι: Γκούφας Βαγγέλης
Μουσική: Ξαρχάκος Σταύρος
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού

Του ήλιου σβήστηκε το φως
εχάθη το φεγγάρι
και πάει το παλικάρι
καημός και πόθος μου κρυφός

Πέτρα την πέτρα περπατώ
το αίμα του ανασαίνω
και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν 'τόν π' αγαπώ
 
Καημός και πόθος μου κρυφός
η νύκτα τον τυλίγει
και την φωνή μου πνίγει
ο πόνος μου 'γινε αδελφός


Πέτρα την πέτρα περπατώ το
αίμα του ανασαίνω
και πια δεν περιμένω
που σκότωσαν 'τόν π' αγαπώ

Ήρθε να μ' εύρει την αυγή
ήρθε να με φιλήσει
ήρθε για να γεμίσει
γαρύφαλλα κι αστέρια η γη
                                                 


Πέτρα την πέτρα περπατώ,
φέγγει και ξημερώνει
Γλυκό πουλί τ’ αηδόνι
τραγούδα μου τον π’ αγαπώ.

Ξέρω πως δεν θα 'ρθεις ξανά όμως για μένα είσ' εδώ.....(2η εκδοχή)



Στίχοι: Ρόνη Σοφού
Μουσική: Αλέξης Παπαδημητρίου
Πρώτη εκτέλεση: Μαρινέλλα

'Έρημος δρόμος ξεκινά
στου χωρισμού την άκρη
ξέρω πως δεν θα 'ρθεις ξανά
μα δεν κυλά το δάκρυ.

Ξέρω πως δεν θα 'ρθεις ξανά
άλλη φορά δεν θα σε δω
όμως για μένα είσ' εδώ
είσαι παντού και πουθενά.

'Όσο η καρδιά σου κι' αν ξεχνά
εγώ πεθαίνω ακόμα
εγώ θα ζω στα σκοτεινά
χωρίς ψυχή και σώμα.

Είσ' ένα αγκάθι στην καρδιά
και μια σταγόνα αίμα
μια πίκρα μέσα στη βραδιά
μι' αλήθεια κι' ένα ψέμα.

Τα βήματα σου ζωντανά
στο χώμα το βρεγμένο
ξέρω πως δεν θαρθείς ξανά
μα εγώ σε περιμένω.

τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει


Μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών, των έγκλειστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από τους Γερμανούς (1/5/1944), της ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου Βοιωτίας απ' τους ναζιστές και ταγματασφαλίτες (10/6/1944). Ο θάνατος του μεγάλου Ισπανού ποιητή Λόρκα από τους φρανκιστές (Αύγ. 1936) τον συγκλονίζει: «Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά... / μέσα από τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά...». Ο ποιητής της θάλασσας Ν. Καββαδίας είναι περισσότερο γνωστός απ' τα ποιήματα της θάλασσας, παρά απ' τη δράση του...
Μετά την είσοδο των Ναζί στην Αθήνα, ο Νίκος Καββαδίας βρέθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ.Εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών -Ποιητών. Στην περίοδο της Κατοχής ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», και το ποίημα «Αντίσταση». Λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» όπου αφιέρωσε και το ποίημα του «Σπουδαστές».
Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Καλή σου νύχτα και να μ' αγαπάς...

Με μάτια σπασμένα θλιμμένου παιδιού
Στέκεις εκεί στο κατώφλι του νου
Και οι αναμνήσεις που κρύβω βαθιά
Δεν ξέρω αν είναι κάτι που έχω
Ή κάτι που έχασα πια...

Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...

Ό,τι θυμάσαι, λένε μέσα σου ζει
Ζει και τρυπάει σαν βελόνα πικρή
Πικρή σαν το γέλιο μεθυσμένου τρελού
Κάποιου πρεζάκια αρχαγγέλου
Στο βράχο του Λυκαβηττού

Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...

Τι ώρα πήγε ποιος έχει φωτιά
Μίλα μου, είναι η σιωπή πιο βαριά
Πιο βαριά κι απ' τα φώτα
Πιο βαριά κι απ' τους καπνούς
Κι ένα κουρέλι τραγούδησε το τελευταίο του μπλουζ

Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...

Στίχοι,Μουσική: Χρήστος Θηβαίος

Η σιωπή που γίνεται πριν απ τ αστροπελέκι

Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ το Μοριά, απ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μάσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων

Μιλάνε λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρείς-τρείς, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού

Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ τ αστροπελέκι.

Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;

Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη.

Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια.

Και βλέπω την κοιλάδα μες το λιοπύρι και βλέπω το χωριό να 'τοιμάζει πανηγύρι.

Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ' τους λόφους να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους.

Τον ξέρω αυτόνα το χορό
και αυτή τη λάμψη τη στενή μες στον καθρέφτη την έχω ξαναδεί
γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή και χαιρετώ σας και φιλώ σας
όντα μικρά χρωματιστά μες στον καθρέφτη κλειδωμένα.

Το ξέρω αυτό το βουητό μες από στρογγυλές στοές
κι από πηγάδια σκεπασμένα μες από δάση μυστικά
προϊστορικά βαθιά στον πάγο φυλαγμένα
Έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει
φέρων το δάχτυλο στα χείλη.

Σσσ, σσσ.

Τι τρέχει;
Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;
Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες
ντέφια νταούλια κρόταλα χτυπολογούν στο βάθος.

Ανηφορίζουνε πομπές και μπαίνει ο μέγας τράγος
ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι.
Φοράει ντενεκεδένιο στέμμα κι ένα ζευγάρι παρωπίδες
ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες
κάνοντας το τοπίο να μεγαλώσει.

Ωχ, πηδώ χοροπηδώ κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου
μες στο μυαλό μου που έχει όρια
και μια ελευθερία ζόρικια
αλίμονο μου.

Φίδι πίθηκος κι αϊτός με το δείπνο το μεγάλο θα τελειώσουμε το μπάλλο
φίδι πίθηκος κι αϊτός.

Αεω, αεηου
Ελευθερία ή θάνατος
ο κόσμος είν' αδιάβατος
κι ο χορός μου κάνει κύκλο
και με κλείνει από παντού.

Ήρθαν γύρω από την κρήνη
ένα τσούρμο θεατρίνοι
πήγα να τους δω κι εγώ
κι είδα μόνο τον αρχηγό τους
ματωμένο ξαπλωμένο
μες στο έρημο χωριό.

Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα,

Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν να ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,

Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ' είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.

Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.

Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.

Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ' αυτό το πανηγύρι.
Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Έσβησε τ' άστρο και το φεγγάρι.....



Έσβησε τ' άστρο και το φεγγάρι
κι έγινε η νύχτα πικρή λαβωματιά.

Πού να 'ναι τώρα το παλικάρι
σε ποιο λιμάνι ποια θάλασσα πλατιά.

Στον κεραυνό και στη βροχή κάνω κρυφά μια προσευχή
να 'χεις τον ήλιο συντροφιά στη συννεφιά.

Έκλεισαν όλες του κόσμου οι στράτες
χάθηκε η μέρα βασίλεψε το φως.

Ρωτώ τη νύχτα και τους διαβάτες
πού να 'ναι ο φίλος πού να 'ναι ο αδερφός.

Στον κεραυνό και στη βροχή κάνω κρυφά μια προσευχή
να 'χεις τον ήλιο συντροφιά στη συννεφιά.

Στίχοι: Νίκος Γκάτσος Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος

Πόσα ακόμα χρόνια;(όταν δεν έχεις λεφτά να πληρώσεις το σπίτι σου , ακόμα κατέχεις τα blues...)

How many more years, have I got to let you dog me around
How many more years, have I got to let you dog me around
I'd soon rather be dead, sleeping six feet in the ground
I'm gonna fall on my knees, I'm gonna raise up my right hand
I'm gonna fall on my knees, I'm gonna raise up my right hand
Say I'd feel much better darling, if you'd just only understand
I'm going upstairs, I'm gonna bring back down my clothes
I'm going upstairs, I'm gonna bring back down my clothes, do them all
If anybody ask about me, just tell'em I walked out on

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει

Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων

Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.

Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.


Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!

Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.

Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.

Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.

O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.

Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.

Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.

Η καλημέρα!




Στίχοι: Τάκης Σιμώτας
Μουσική: Νίκος Παπάζογλου
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου

Μόλις ξυπνήσω το πρωί
τα βλέπω όλα μαύρα,
θέλω μια κούπα με καφέ
και τέσσερα τσιγάρα

Τι νόημα έχουν όλα αυτά;
Τι τρέχω να προλάβω;
Πέρασε η μισή ζωή
δίχως να καταλάβω.

Τασάκι κι αποτσίγαρα,
φλιτζάνι κατακάθι,
όλα μαζί στον τενεκέ
κι απάνω το καπάκι.

Μα φτάνω στην εξώπορτα,
κοιτάζω τον καθρέφτη
κι αντί να ρίξω μια μπουνιά,
χαμογελώ στον ψεύτη.
Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα.....

Η νύχτα απόψε με τραβά μέσα σε σκοτεινά νερά
μες σε δωμάτια λευκά που χα ξεχάσει πως υπάρχουν τόσα χρόνια
Τη νοιώθω κλέβει τη φωνή ,μου ξεριζώνει την ψυχή
Και με τραβά η νύχτα αυτή εκεί που μένει η λησμονιά η θλίψη η αιώνια

Ό,τι και αν σου πω δεν είμαι εγώ, τρέμω σα φύλλο στην καταιγίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα
Όπου κι αν κοιτώ ένα κενό ,στην αγκαλιά σου η μόνη ελπίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα

Ξέρω φαινόμουν δυνατός σε ξεγελούσα δυστυχώς
Είχα πιστέψει πως αν έκρυβα τους φόβους θα τους νίκαγα στ αλήθεια
Όλους τους έδιωχνα μακριά , φίλους που μ ήξεραν καλά
Η νύχτα ερχόταν κι εγώ έπεφτα σιγά σιγά στην ίδια την παγίδα

Ό,τι και αν σου πω δεν είμαι εγώ ,είμ'ένα φύλλο στην καταιγίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα
Όπου κι αν κοιτώ ένα κενό ,στην αγκαλιά σου η μόνη ελπίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα

Τώρα οι δρόμοι στενέψαν τα δάκρυα στερέψαν
κι ό,τι έχει μείνει είναι δω στη δική σου αγκαλιά
κράτησέ με γιατί η νύχτα είναι κοντά
μη μ' αφήσεις να φύγω πιστεψέ σε λίγο
το σκοτάδι θα 'ρθει θα με θέλει δικό του ξανά
κράτησέ με γιατί η νύχτα είναι κοντά

Ό,τι και αν σου πω δεν είμαι εγώ ,τρέμω σα φύλλο στην καταιγίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα
Όπου κι αν κοιτώ ένα κενό ,στην αγκαλιά σου η μόνη ελπίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα

Στίχοι & μουσική: Δρογώσης Στάθης

Ο πρίγκιπας που ερωτεύτηκε την όμορφη Τσιγγάνα



Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν σαράντα οικογένειες Τσιγγάνοι που ταξίδευαν όλο το χρόνο, σε όλη την Ελλάδα. Μια μέρα, είδαν ένα μεγάλο λιβάδι και αμέσως έστησαν εκεί τα τσαντίρια τους. Το λιβάδι αυτό ανήκε στο βασιλιά και ήταν μπροστά στο παλάτι του. Οι Τσιγγάνοι, αφού έστησαν τα τσαντίρια τους κοιμήθηκαν και το πρωί άρχισε το γλέντι. Οι άντρες παίζανε μουσική και τα κορίτσια χορεύανε. Ο βασιλιάς ξύπνησε απ’ τη φασαρία και βγήκε στο παράθυρο να δει τι γίνεται. Μόλις είδε τους Τσιγγάνους, θύμωσε πολύ και φώναξε αμέσως το γιο του να πάει να τους διώξει. Ο πρίγκιπας πήρε το άλογό του και τρεις στρατιώτες και πήγε στους Τσιγγάνους. -«Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να στήσετε εδώ τα τσαντίρια σας; Μαζέψτε τα γρήγορα και φύγετε!» τους είπε. Οι Τσιγγάνοι τρομαγμένοι δεν ήξεραν τι να κάνουν, ώσπου μια όμορφη Τσιγγάνα βγήκε μπροστά και είπε στο βασιλόπουλο: «Άρχοντά μου, εσύ που είσαι τόσο όμορφος και νέο παλικάρι, θα έπρεπε λίγο να σκεφτείς αυτά που λες. Εδώ υπάρχουνε πολλά παιδιά και γέροι κι είναι πολύ δύσκολο να τα μαζέψουμε. Δώσε μας τουλάχιστον μια μέρα καιρό και θα φύγουμε». Ο πρίγκιπας μόλις την είδε κατέβηκε από το άλογό του και της είπε πως μπορούν να μείνουν όσο θέλουν κι ότι κανένας πια δεν θα τους διώξει. Κι ύστερα γύρισε στο παλάτι.



Ο πρίγκιπας ερωτεύτηκε αμέσως την Τσιγγάνα και κάθε μέρα έβγαινε στο μπαλκόνι του παλατιού και την έβλεπε που χόρευε. Όμως ο βασιλιάς έστειλε έναν υπηρέτη κι έδιωξε τους Τσιγγάνους χωρίς να το ξέρει ο γιος του. Ο πρίγκιπας ξύπνησε το άλλο πρωί, άνοιξε το παράθυρό του για να δει την αγαπημένη του, αλλά δεν υπήρχε κανείς, ούτε Τσιγγάνοι ούτε τσαντίρια. Έτρεξε γρήγορα στον πατέρα του να μάθει τι έγινε κι ο βασιλιάς του είπε την αλήθεια. Τότε ο πρίγκιπας ζήτησε απ’ τον πατέρα του να του δώσει μερικούς στρατιώτες να πάει να βρει την όμορφη Τσιγγάνα γιατί, αν δεν την έβλεπε, θα πέθαινε απ’ την αγάπη του για κείνη. Ο βασιλιάς, θυμωμένος, του είπε πως αν πάει να βρει την Τσιγγάνα δεν θα τον γνώριζε πια για γιο του και ότι υπάρχουνε τόσες κοπέλες της τάξης του να παντρευτεί κι όχι μια Τσιγγάνα που όλο το χρόνο γυρίζει από δω κι από κει. Ο πρίγκιπας δεν έδωσε σημασία στα λόγια του βασιλιά, πήρε μερικούς στρατιώτες και κίνησε να την βρει.



Μέρες και νύχτες έψαχνε, πέρασε πόλεις και χωριά, ρώτησε παντού, αλλά κανένας δεν ήξερε να του πει πού είναι. Απελπισμένος ο πρίγκιπας σκεφτόταν τι να κάνει, όταν είδε να περνάει ένας γανωτζής. Τον ρώτησε αν είδε 40 οικογένειες Τσιγγάνους και ο γανωτζής του είπε πως τους είδε κι ότι σταμάτησαν για λίγο στο ποτάμι να πλύνουν και μετά θα ‘φευγαν. Ο πρίγκιπας τον ευχαρίστησε κι έτρεξε στο ποτάμι. Βρήκε την όμορφη Τσιγγάνα να πλένει, πήγε κοντά της και της είπε: «Θέλει αν με παντρευτείς;» -«Ναι» του απάντησε εκείνη, γιατί κι αυτή τον είχε ερωτευτεί. Ο πρίγκιπας αποφάσισε τότε να μείνει κοντά της κι έστειλε τους στρατιώτες πίσω στο παλάτι. Όταν τους είδε ο βασιλιάς, τους ρώτησε πού είναι ο γιος του. Εκείνοι του είπαν το και το και πως καλά έκανε το βασιλόπουλο κι έμεινε μαζί της, γιατί η Τσιγγάνα είναι πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να πάνε να τους φέρουνε στο παλάτι να δει κι αυτός τη νύφη του, που όλοι λέγαν πως είναι τόσο όμορφη. Έτσι κι έγινε. Οι άνθρωποι του βασιλιά φέρανε στο παλάτι τον πρίγκιπα και την Τσιγγάνα. Μόλις την είδε ο βασιλιάς, είπε ότι στ’ αλήθεια είναι πολύ όμορφη κι είχε δίκιο ο γιος του που την αγάπησε και χαλάλι του να την παντρευτεί. Τους πάντρεψε ο ίδιος και ζήτησε από όλους τους Τσιγγάνους να μείνουν στο βασίλειό του και να τους φτιάξει σπίτια. Όμως οι Τσιγγάνοι δεν δέχτηκαν και του είπαν: «Τα πουλιά δεν μένουν στα κλουβιά, θέλουν να είναι ελεύθερα και χαρούμενα, το ίδιο και εμείς». Μείνανε λίγο καιρό στο βασίλειο, χαιρέτησαν την όμορφη Τσιγγάνα και έφυγαν για το ταξίδι τους, για πού κι οι ίδιοι δεν ξέρουν. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς εδώ καλύτερα.



Το διηγήθηκε ο Βάιος Καλλιώρας απο τους Σοφάδες, στη Ζωή Καλλιώρα. Το άκουσε από τη μητέρα του όπως και πολλά άλλα παραμύθια, που τα διηγείται στα τσιγγανόπαιδα της περιοχής. (αναδημοσίευση από εδώ)

Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουμε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

ένα μεγάλο ξύλινο μέτρο με τους πόντους χαραγμένους καθαρά απ' το νύχι τής ελπίδας

 
"Τραγουδήστε την πολιτεία μας. Τραγουδήστε την -ακόμα τούτη την άνοιξη, τούτο το
καλοκαίρι-Τούτο το καλοκαίρι είναι τραχύ κ είναι όμορφο περιδιαβάζοντας
όξω απ' τα υφαντουργεία και τις φάμπρικες μοιράζοντας τις
προκηρύξεις τού ήλιου. Τούτο το καλοκαίρι σαν τον μαραγκό κρατάει στα
... χέρια ένα μεγάλο ξύλινο μέτρο με τους πόντους χαραγμένους καθαρά απ'
το νύχι τής ελπίδας να μετράει το μπόι των παιδιών που μεγαλώνει να
μετράει την απόσταση από καρδιά σε καρδιά που μικραίνει. Ξέρουμε
-πίσω απ' το ψωμί καρδιοχτυπούν μυριάδες φώτα- μας περιμένουν.Ξέρουμε-
πριν απ' το ψωμί δεν είναι φως. Τραγουδήστε."

("Ανυπόταχτη πολιτεία", του Γιάννη Ρίτσου)

Take your hand and walk away



Such a lonely day
And it's mine
The most loneliest day in my life

Such a lonely day
Should be banned
It's a day that I can't stand

The most loneliest day of my life
The most loneliest day of my life

Such a lonely day
Shouldn't exist
It's a day that I'll never miss

Such a lonely day
And it's mine
The most loneliest day of my life

And if you go,
I wanna go with you
And if you die,
I wanna die with you
Take your hand and walk away

The most loneliest day of my life
The most loneliest day of my life
The most loneliest day of my life

του παραπονεμάτου

Ξύπνα διαμάντι και ρουμπί
κι ανθέ του μαλαμάτου
πού 'χω δυό λόγια να σου πω
του παραπονεμάτου.

Τα χείλη μου εδίκασα
γιά σένα και δε λένε
τα μάτια δεν εμπόρεσα
να στέσω να μην κλαίνε.

Ότι αγαπάω καταστρέφω



Κοντά σου δεν μπορώ να ζω
Κι όταν μακριά σου ζω μου λείπεις
Σ’ έχω εκεί , δεν σ’ έχω εδώ...
Έτσι είμαι εγώ

Στις άδειες νύχτες σε μετρώ
Στο φως σε βρίσκω μα σε χάνω
Σ’ αγγίζω αλλά δεν σε κρατώ
Έτσι είμαι εγώ
Δε φταίω εγώ

Εγώ θα φταίω πάντα εγώ
Έξω απ’ τα μέτρα του καιρού μου
Εχθρός του ίδιου του εαυτού μου
Έτσι είμαι εγώ
Δε φταίω εγώ

Εγώ θα φταίω πάντα εγώ
Τους νόμους όλους αντιστρέφω
Ότι αγαπάω καταστρέφω
Έτσι είμαι εγώ
Δε φταίω εγώ

Ποτέ κοντά σου δε θα ζω
Κι όταν θα λείπω εσύ θα μ’ έχεις
Αν είμαι εκεί θα ‘μαι κι εδώ
Δε φταίω εγώ...
φταίω εγώ

Εγώ θα φταίω πάντα εγώ
Έξω απ’ τα μέτρα του καιρού μου
Εχθρός του ίδιου του εαυτού μου
Έτσι είμαι εγώ
Δε φταίω εγώ

Εγώ θα φταίω πάντα εγώ
Τους νόμους όλους αντιστρέφω
Ότι αγαπάω καταστρέφω
Έτσι είμαι εγώ...
φταίω εγώ

Κοντά σου δεν μπορώ να ζω...
φταίω εγώ

Στου Ασπρομόντε τις πλαγιές

Το Ασπρομόντε (ιταλικά: Aspromonte) είναι ο ορεινός όγκος της επαρχίας του Reggio Calabria (Καλαβρία), στη Νότια Ιταλία. Το όνομα σημαίνει «τραχιά βουνά", έτσι ονομάστηκε από τους αγρότες που βρέθηκαν στο απόκρημνο τοπίο του, γιατί το βραχώδες έδαφος του ήταν δύσκολο να καλλιεργηθεί. Έχει θέα στο Στενό της Μεσσήνης, και βρίσκεται ανάμεσα στο Ιόνιο και στο Τυρρηνικό πέλαγος και από τον ποταμό Pietrace. Η ψηλότερη κορυφή είναι το Montalto (1.956 μ.). Τα πετρώματα αποτελούν ως επί το πλείστον γνεύσιους, και σχιστόλιθους μαρμαρυγία, τα οποία σχηματίζουν χαρακτηριστικά αλληλοεπικαλυπτόμενα στρώματα. Ο ορεινός όγκος είναι τμήμα του Εθνικού Πάρκου Aspromonte.

Στη στενή παράκτια λωρίδα καλλιεργούνται καρποί εσπεριδοειδών, αμπέλια και ελιές, ενώ σε υψηλά υψόμετρα η βλάστηση αποτελείται κυρίως από δρύες και καρυδιές στο ύψος των 1.000 μ., και πάνω από αυτό πεύκα, έλατα και σικελική οξιά. Τα ελαιόδεντρα βρίσκονται σε αφθονία. Επίσης, μόνο στο Ασπρομόντε, φυτρώνει το σπάνιο περγαμόντο, το κίτρινο φρούτο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία τον αρωματισμό του τσαγιού Earl Grey.

Σημεία ενδιαφέροντος είναι το χιονοδρομικό κέντρο Gambarie (1.311 μ.) και το Ιερό της Παναγίας της Polsi, στην κοινότητα του Αγίου Λουκά (San Luca). Μέρος του πληθυσμού έχει διατηρήσει τον ελληνικό πολιτισμό και τη γλώσσα του τα γραικάνικα (τη λεγόμενη Griko γλώσσα).

Ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι πέρασε από εδώ με 3.000 εθελοντές στην πορεία του προς τη Ρώμη, αλλά νικήθηκε και συνελήφθη την 29η Αυγούστου 1862, στη μάχη του Aspromonte.
Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Βράδυ Αυγούστου:Καληνύχτα



Κόσμος βραδινός, φεγγάρι με φως
Μια νύχτα του Αυγούστου
Περπατώ αργά, σοκάκια μικρά
Τριγύρω γιορτάζουν.

Θάλασσες φωτιά και φώτα θαμπά
Παρέες που γελάνε
Κι ένας ουρανός μ αστέρια και φως
Μια νύχτα του Αυγούστου.

Κι είναι η μορφή σου καράβι που φεύγει
Κι είσαι αέρας σε ξένο νησί
Κι είναι η φωνή σου τραγούδι που μένει
Κι εγώ ξανά τραγουδώ...

Γέλια και φωνές,
Κουβέντες τρελές
Και πάρτι στην άμμο
Τραγούδια, μουσικές, αγάπες παλιές
Τη σκέψη μου χάνω.

Κοιτάζω από ψηλά, τα σπίτια μικρά
Εικόνες ονείρου
Κάπου εκεί μπορεί να είσαι κι εσύ
Αυτό το βράδυ του Αυγούστου.

Μουσική ,στίχοι:Κίτρινα ποδήλατα